Γράφει : Ο Σχης ΤΘ (εα) ΒΔΠ
Με τη φράση «μάχη Κιλκίς – Λαχανά» αναφερόμαστε σε μια ελληνοβουλγαρική ένοπλη σύγκρουση, η οποία πραγματοποιήθηκε σε τρεις επιμέρους τομείς, κατά τη διάρκεια του Β’ Βαλκανικού Πολέμου (19 – 21 Ιουνίου 1913). Η έκβασή της υπέρ των ελληνικών όπλων σηματοδότησε την κατάρρευση των βουλγαρικών φιλοδοξιών για την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης, άνοιξε τον δρόμο για την απελευθέρωση της Ανατολικής Μακεδονίας και έκρινε, σε μεγάλο ποσοστό, τους διεθνείς συσχετισμούς, τα σύγχρονα γεωγραφικά όρια και τις συνθήκες που ακολούθησαν. Η εν λόγω μάχη, η φονικότερη των Βαλκανικών Πολέμων, διεξήχθη στις περιοχές Καλινόβου – Κιλκίς – Λαχανά.
Το Κιλκίς κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα ήταν άντρο κομιτατζήδων, ενώ στην πόλη την περίοδο της μάχης είχαν απομείνει μόνο περίπου 30 ελληνικές οικογένειες. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, οι Βούλγαροι κατέλαβαν το Κιλκίς (Κουκούς, όπως το ονόμαζαν) στις 26 Οκτωβρίου 1912, την ημέρα που ο Ελληνικός Στρατός εισερχόταν νικηφόρα στη Θεσσαλονίκη. Σκόπευαν να το χρησιμοποιήσουν ως ορμητήριο των επιχειρήσεών τους στη Μακεδονία και ειδικότερα για την πραγματοποίηση του μεγάλου τους ονείρου, την κατάληψη της Θεσσαλονίκης.
Από τότε κατασκεύασαν ένα εκτεταμένο δίκτυο οχυρωματικών έργων και δημιούργησαν μία αμυντική γραμμή που εκτεινόταν από το Καλίνοβο (σήμερα Σουλτογιαννέικα Κιλκίς) μέχρι τον Λαχανά, στα βόρεια του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης. Ειδικά τα οχυρωματικά έργα στην περιοχή του Κιλκίς είχαν ανάπτυγμα γύρω στα 10 χιλιόμετρα και βάθος έξι χιλιόμετρα.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν
Από τα τέλη Οκτωβρίου 1912 οι ανταγωνισμοί μεταξύ των βαλκανικών δυνάμεων είχαν αρχίσει να βγαίνουν στην επιφάνεια. Η κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τον Ελληνικό Στρατό είχε δώσει τη χαριστική βολή στην ενότητα της βαλκανικής συμμαχίας (Ελλάδας – Σερβίας – Βουλγαρίας). Μετά τη σύναψη συνθήκης ειρήνης στο Λονδίνο, μεταξύ των Βαλκανικών κρατών και της Τουρκίας (17 Μαΐου 1913), είχε έλθει πια η ώρα να ξεκαθαρίσουν αυτά τις μεταξύ τους διαφορές, για τη διανομή των εδαφών που κατείχε η Τουρκία.
Οι απαιτήσεις της Βουλγαρίας απέβλεπαν στην επέκτασή της σε ολόκληρη τη Μακεδονία. Είχε συνάψει συμφωνία διανομής των εδαφών με την Σερβία, ωστόσο η δεύτερη δεν αναγνώριζε πλέον τη συμφωνία αυτή, διότι, ενώ υπολόγιζε ότι στο μερίδιό της θα περιλαμβάνεται και η Αλβανία και έτσι θα αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική, τώρα με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους περιορίζονταν τα κέρδη της προς Δυσμάς. Η Βουλγαρία όμως επέμενε να πάρει όλα τα συμφωνηθέντα εδάφη. Οι Σέρβοι αναγνώριζαν τα δικαιώματα της Ελλάδας για τα εδάφη τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, η Βουλγαρία όμως επεδίωκε να εκδιώξει την Ελλάδα από τα εδάφη αυτά και να ιδρύσει τη Μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878.
![](https://nationalstrategy.eu/wp-content/uploads/2024/09/Kilkis_laxana_2.png)
Ήδη από τις πρώτες μέρες του Νοεμβρίου 1912 ήταν φανερό πως ο πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας δεν θα αργούσε να ξεσπάσει. Διάφορα επεισόδια σημειώθηκαν μεταξύ του Ελληνικού και του Βουλγαρικού Στρατού, τα οποία κλιμακώθηκαν μέχρι κανονικής σύρραξης, στην περιοχή του χωριού Αγγίστα. Η κατάληψη ελληνικών χωριών συνοδεύτηκε από ένα όργιο αίματος, φωτιάς και λεηλασίας. Όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος δεν θα αργούσε να ξεσπάσει και επίσημα.
Γι΄ αυτό η ελληνική κυβέρνηση ήρθε σε επαφή με τη σερβική και στις 19 Μαΐου κατέληξαν στην υπογραφή δεκαετούς συνθήκης αμυντικής συμμαχίας. Βάσει της συνθήκης καθορίζονταν τα σύνορα μεταξύ των δύο χωρών. Οι δύο σύμμαχοι προσπάθησαν εξ αρχής να έρθουν σε συνεννόηση με τη Βουλγαρία, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ήδη η Βουλγαρία είχε πάρει απόφαση για αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Ελληνικού και Σερβικού Στρατού.
Στις 16 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι (2η Βουλγαρική Στρατιά) χωρίς προφανή αιτία και χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των ελληνικών προφυλακών κατά μήκος της γραμμής διαχωρισμού στις περιοχές Παγγαίου, Νιγρίτας και Πολυκάστρου, σηματοδοτώντας την έναρξη του Β’ Βαλκανικού Πολέμου. Με την αιφνιδιαστική τους επίθεση κατόρθωσαν να καταλάβουν τη Γευγελή και να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων. Προσωρινά όμως ανέστειλαν την προέλασή τους προς τη Θεσσαλονίκη, γιατί δεν πέτυχαν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέρα από τον Αξιό και εγκαταστάθηκαν αμυντικά στα υψώματα του Πολυκάστρου και νότια της πόλης του Κιλκίς, ενώ το αριστερό τους πλευρό στηριζόταν στην τοποθεσία του Λαχανά.
Διάταξη αντιπάλων
Την αμυντική γραμμή των Βουλγάρων υπερασπιζόταν η 2η Στρατιά υπό τον στρατηγό Ιβανώφ. Στο Κιλκίς και στο Πολύκαστρο είχαν ταχθεί δύο βουλγαρικές ταξιαρχίες πεζικού της 3ης Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), του στρατηγού Σαράφωφ (16 τάγματα). Η 1η Ταξιαρχία της 10ης Bουλγαρικής ΜΠ είχε αναπτυχθεί αμυντικά στον Λαχανά με 8 τάγματα, υπό τον συνταγματάρχη Πέτεφ, μαζί με το 10ο Σύνταγμα Ιππικού. Στο άκρο αριστερό είχε ταχθεί η Ανεξάρτητη Ταξιαρχία Πεζικού του συνταγματάρχη Πετρώφ, με 8 επίσης τάγματα. Συνολικά οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 τάγματα πεζικού, 1 σύνταγμα ιππικού και 62 πυροβόλα, ενώ τη δεύτερη ημέρα της μάχης οι βουλγαρικές δυνάμεις ενισχύθηκαν με μία ακόμα ταξιαρχία πεζικού (συνολική δύναμη άνω των 40.000 ανδρών).
![](https://nationalstrategy.eu/wp-content/uploads/2024/09/Kilkis_Laxana_3.png)
Οι Βούλγαροι κατείχαν άριστα οργανωμένες θέσεις, με πολυβολεία, πυροβολεία και σειρές χαρακωμάτων προστατευμένες με συρματόπλεγμα. Εξάλλου η τοποθεσία διέθετε πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα, καθώς μπροστά της το έδαφος ήταν τελείως ακάλυπτο και παρείχε άριστη παρατήρηση και πεδία βολής. Από τα υψώματα που κατείχαν ήταν σε θέση να εντοπίζουν και την παραμικρή κίνηση των ελληνικών τμημάτων και να βάλουν εναντίον των με όλα τα διαθέσιμα όπλα. Η διατήρηση της εν λόγω αμυντικής γραμμής κάλυπτε τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τη Δοϊράνη και τη Γευγελή καθώς και τις γέφυρες του Στρυμόνα, που είχαν σημασία για τον εφοδιασμό των βουλγαρικών δυνάμεων και εξασφάλιζε οδό διαφυγής δια της Στρώμνιτσας σε περίπτωση ανάγκης.
Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 τάγματα πεζικού, 33 πεδινές πυροβολαρχίες, 9 ορειβατικές, 8 ίλες και 8 ημιλαρχίες (117.860 άνδρες και 176 πυροβόλα).
Διεξαγωγή
Η ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί της 19 Ιουνίου:
- Οι I ΜΠ (αντιστράτηγος Μανουσογιαννάκης) και η VI ΜΠ (συνταγματάρχης Δελαγραμάτικας) επιτέθηκαν στον ορεινό τομέα του Λαχανά.
- Οι II ΜΠ (υποστράτηγος Καλάρης), III ΜΠ (υποστράτηγος Δαμιανός), IV ΜΠ (υποστράτηγος Μοσχόπουλος) και V ΜΠ (συνταγματάρχης Γεννάδης) επιτέθηκαν στο Κιλκίς.
- Η X ΜΠ (συνταγματάρχης Παρασκευόπουλος) ενήργησε κατά των υψωμάτων του Καλίνοβου.
- Η Ταξιαρχία Ιππικού (συνταγματάρχης Ζαχαρακόπουλος), «συνέδεε» τις τέσσερις μεραρχίες του κέντρου με την X ΜΠ.
Με το πέρασμα της ημέρας, η επίθεση γενικεύτηκε. Οι μάχες από την πρώτη στιγμή ήταν πεισματώδεις και πολλές φορές εκ του συστάδην: σώμα με σώμα και εφ’ όπλου λόγχη. Λόγω του λοφώδους και γυμνού εδάφους της περιοχής, οι Έλληνες στρατιώτες ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στα εχθρικά πυρά. Οι ελληνικές μεραρχίες υπέστησαν τρομερές απώλειες, μα στο τέλος οι Βούλγαροι υποχώρησαν στη γραμμή Λειψυδρίου – Λόφου Μαυρονερίου – Γυναικοκάστρου.
Τη νύκτα 19/20 Ιουνίου τα ελληνικά τμήματα επιτέθηκαν εκ νέου για την κατάληψη του Κιλκίς. Συνάντησαν τις βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αμύνθηκαν με πείσμα. Διεξήχθη αγώνας σκληρός και πεισματώδης, με τα ελληνικά στρατεύματα να κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού ενήργησε στα υψώματα του χωριού Μάνδρες και το 16ο ανατολικά της Πικρολίμνης.
Ξημερώματα της 20 Ιουνίου, τα συντάγματα της V ΜΠ (16ο, 22ο και 23ο), ύστερα από φονικό αγώνα κατέλαβαν τον σιδηροδρομικό σταθμό Κρηστώνης, το νότιο τμήμα του ομώνυμου χωριού και τα γύρω του υψώματα. Όμως παρά την ηρωική τους προσπάθεια δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν περισσότερο προς το Κιλκίς, γιατί το έδαφος θεριζόταν από τα βουλγαρικά πυρά. Η IV ΜΠ μαχόμενη γενναία, κατέλαβε το μεσημέρι τα ανατολικά υψώματα του χωριού Κρηστώνη και έφθασε μπροστά από την κύρια γραμμή αμύνης του εχθρού. Οι απώλειές της υπήρξαν τρομερές. Η II ΜΠ επιτέθηκε κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων, ανέτρεψε τον αντίπαλό της και κατέλαβε τα ανατολικά υψώματα του χωριού Ποταμιά. Η III ΜΠ, μετά από σφοδρό αγώνα, ανέτρεψε επίσης τους Βουλγάρους και κατέλαβε τα χωριά Λεβεντοχώρι, Βαπτιστής και Μεγάλη Βρύση. Η Ταξιαρχία Ιππικού προωθήθηκε προς τα χωριά Μεγάλη Βρύση και Καστανιές, αλλά εξαιτίας της αφίξεως εχθρικών ενισχύσεων, αναγκάστηκε να αποσυρθεί.
![](https://nationalstrategy.eu/wp-content/uploads/2024/09/Kilkis_laxana_4.png)
Παρόλες τις επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού, το Κιλκίς παρέμενε ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων. Γεμάτος αγωνία ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος, έστειλε προς όλους τους ελληνικούς σχηματισμούς νέα διαταγή, δείχνοντας το μέγεθος της ανησυχίας του, αλλά ταυτόχρονα και την αλύγιστη θέληση για τη νίκη: «Αύριο αξιώ την πτώσιν του Κιλκίς».
Το Ελληνικό Επιτελείο διέταξε «ασαφώς» τη II ΜΠ (υποστράτηγος Κωνσταντίνος Καλάρης) να εκτελέσει νυχτερινό αιφνιδιασμό (03:30), ο οποίος υπήρξε απολύτως επιτυχημένος, περισσότερο λόγω της πρωτοβουλίας του διοικητή της. Τα συντάγματα της μεραρχίας (1ο και 7ο) ακάθεκτα εφόρμησαν κατά των Βουλγάρων. Εντός 15 λεπτών προσέγγισαν την πρώτη γραμμή αμύνης του εχθρού κάτω από πυκνά πυρά, την οποία κατέλαβαν στις 04:10, μετά από σκληρό αγώνα. Αμέσως συνέχισαν με τη λόγχη προς τη δεύτερη γραμμή. Στις 05:00 κατελήφθη και αυτή η γραμμή αμύνης και τα ελληνικά τμήματα προχώρησαν με αλαλαγμούς, εναντίον της τρίτης και σπουδαιότερης αμυντικής γραμμής των Βουλγάρων. Οι Έλληνες προχωρούσαν απτόητοι κάτω από τα βουλγαρικά πυρά, αλλά και οι Βούλγαροι αμύνονταν με πείσμα. Στον αγώνα ενεπλάκη και το 3ο Σύνταγμα. Οι Βούλγαροι πραγματοποίησαν σφοδρές αντεπιθέσεις, ωστόσο, χάρις στον απαράμιλλο ηρωισμό των Ελλήνων, όλες αναχαιτίστηκαν. Η ελληνική προσπάθεια συνεχίστηκε με επιτυχία και καταλήφθηκαν τα χαρακώματα της τελευταίας γραμμής αναγκάζοντας τους Βουλγάρους σε σύμπτυξη.
Στις 09:40 η II ΜΠ τηλεγράφησε στο Επιτελείο: «Αγγέλλω νίκην Κιλκίς. Εχθρός υποχωρεί εγκαταλείψας οχυρωμένας θέσεις του. Ήδη εγκαταλείπει και πόλιν. Πλευρική ραγδαίαν επίθεσις Μεραρχίας μου εδικαίωσε προσδοκίας σας επενεγκούσα αποφασιστικήν έκβασιν αγώνος. Κ. Καλλάρης»
Μόλις ξημέρωσε η 21 Ιουνίου επιτέθηκαν και οι υπόλοιπες τρεις ελληνικές μεραρχίες του κεντρικού τομέα (IV, V και III), ενώ οι Βούλγαροι προέβαλαν ισχυρή αντίσταση. Τελικά στις 11:00 άρχισαν να υποχωρούν, σε όλο το μήκος του μετώπου, με κατεύθυνση προς τη Δοϊράνη και τον Στρυμώνα. Ο αρχιστράτηγος διέταξε τις IV και V ΜΠ να τους καταδιώξουν «απηνώς και αγρίως». Το ισοπεδωμένο Κιλκίς ήταν πια υπό ελληνικό έλεγχο και η γαλανόλευκη κυμάτιζε στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου.
Στο δεξιό της ελληνικής παρατάξεως, οι I και VI ΜΠ έδωσαν πείσμωνες μάχες για να καταλάβουν τα υψώματα του Λαχανά. Η I ΜΠ είχε πιο εύκολο έργο, καθώς προχώρησε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Αντίθετα, η VI ΜΠ αντιμετώπισε ισχυρότερη αντίσταση από τους Βούλγαρους και χρειάστηκε η εφ’ όπλου λόγχη για να καταληφθούν τα στρατηγικής σημασίας υψώματα 605 και 544 το βράδυ της 19 Ιουνίου. Την επομένη ημέρα, οι δύο ελληνικές μεραρχίες συνέκλιναν για να αντιμετωπίσουν τον Βουλγαρικό Στρατό στα χαρακώματα του Λαχανά. Στις 15:00 της 21 Ιουνίου οι δύο μεραρχίες επιτέθηκαν κατά των βουλγαρικών θέσεων, τις οποίες και κατέλαβαν σε μία ώρα, αφού οι Βούλγαροι έχοντας πληροφορηθεί την κατάρρευση του μετώπου στο Κιλκίς, άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς τα βορειοανατολικά. Κύριο μέλημα της ηγεσίας τους ήταν να προλάβουν να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους τις γέφυρες του Στρυμώνα, προτού φθάσουν εκεί οι ελληνικές δυνάμεις.
![](https://nationalstrategy.eu/wp-content/uploads/2024/09/Kilkis_laxana_5.png)
Στον τομέα του Καλίνοβου, η X ΜΠ είχε απέναντί της την 3η Ταξιαρχία της 3ης Μεραρχίας του Βουλγαρικού στρατού, η οποία ήταν οχυρωμένη στα δύσβατα υψώματα της περιοχής. Στις 08:00 της 19 Ιουνίου επιχείρησε επίθεση εναντίον των εχθρικών θέσεων, αλλά αποκρούστηκε. Την επομένη απόσπασμα της μεραρχίας κατέλαβε τη Γευγελή, που είχε εγκαταλειφθεί από τους Βουλγάρους και βρήκε άθικτη τη γέφυρα του Αξιού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, η ίδια μονάδα κατέλαβε τους Ευζώνους και στη συνέχεια διατάχθηκε να μεταβεί στο Κιλκίς, όπως και η υπόλοιπη μεραρχία. Όμως, η αντίσταση των Βουλγάρων συνεχιζόταν στα υψώματα του Καλίνοβου, μέχρι τις απογευματινές ώρες της 21 Ιουνίου, οπότε υποχώρησαν μετά τη διάσπαση του μετώπου στο Κιλκίς.
Επίλογος
Τα όσα «ανορθόδοξα» συνέβησαν, σύμφωνα με τις γνωστές στρατιωτικές τακτικές της εποχής, έκαναν αυτήν τη στρατιωτική επιχείρηση να αποκτήσει διαχρονική αξία για μελέτη, σε στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και του εξωτερικού, από τότε μέχρι και σήμερα. Οι άριστα οχυρωμένες στο Κιλκίς και στον Λαχανά, δυνάμεις του στρατηγού Νίκολα Ιβανώφ δημιούργησαν σοβαρά προβλήματα στον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και στο επιτελείο του, που δεν απέφυγαν αρκετά σοβαρά σφάλματα σε επίπεδο τακτικής (ασαφείς διαταγές, επιμονή σε μετωπική επίθεση κατά ισχυρά οχυρωμένης τοποθεσία με το μεγαλύτερο τμήμα της δύναμης, μη τήρηση εφεδρικών τμημάτων, έλλειψη συντονισμού των προσπαθειών, κ.ά.) Ωστόσο, τα σφάλματα αυτά αντισταθμίστηκαν χάρη στον απίστευτο ηρωισμό αξιωματικών και στρατιωτών, έναν ηρωισμό που άγγιζε τα όρια της τρέλας, σύμφωνα με αφηγήσεις των ίδιων των Βουλγάρων.
Ο στρατηγός Ιβανώφ έγραψε στα απομνημονεύματά του: «Ήμασταν σε θέση να αντισταθούμε για τόσο καιρό, γιατί ο εχθρός ήταν αδέξιος, δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις αδυναμίες μας …. Νόμιζα ότι είχα προβλέψει τα πάντα, ότι είχα μαντέψει τα πάντα, τα πάντα, εκτός από την ελληνική τρέλα».
Η νίκη της τριήμερης μάχης του Κιλκίς υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου. Ανέδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο τον χαρακτήρα του πολέμου που επρόκειτο να διεξαχθεί μεταξύ των πρώην συμμάχων (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο): θα ήταν ένας αγώνας επιβίωσης ή αφανισμού. Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στη Δοϊράνη, στην Κερκίνη, στη Σρώνιτσα, στο Δελή Ρισάρ, στα στενά της Κρέσνας.
Κατά τη διάρκεια του τριήμερου αγώνα, ο Ελληνικός Στρατός υπέστη βαρύτατες απώλειες, αλλά η εφ’ όπλου λόγχη έφοδος υπό τα φονικά πυρά των πυροβόλων και των πολυβόλων του αντιπάλου οδήγησε τελικά στην κάμψη της λυσσαλέας βουλγαρικής αντίστασης. Στα βουλγαρικά χαρακώματα διαδραματίστηκαν συγκλονιστικές μάχες σώμα με σώμα, όπου η ξιφολόγχη και το σπαθί είχαν τον πρώτο λόγο.
Το μέγεθος της νίκης του Κιλκίς υπήρξε μεγάλο από κάθε άποψη, όπως όμως και το τίμημα της εξαγοράς της σε αίμα. Οι νεκροί και οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 8.828 άνδρες (Οι βουλγαρικές απώλειες ανήλθαν στους 4.227 νεκρούς, 1.977 τραυματίες και 767 αγνοούμενους) Ιδιαίτερα υψηλές ήταν οι απώλειες σε αξιωματικούς, καθώς ηγούνταν των μονάδων τους για να εμψυχώσουν τους άνδρες τους, πολλοί από τους οποίους ήταν νεοσύλλεκτοι. Ενδεικτικά αναφέρεται η απώλεια εννιά διοικητών συνταγμάτων. Με τέτοιες θυσίες η Ελλάδα, απέκρουσε αποφασιστικά την προσπάθεια ανατροπής των συνόρων της και τις βλέψεις της γείτονος χώρας στα εδάφη της. Συνέβαλε αποφασιστικά στην παγίωση του σχηματιζόμενου τότε χάρτη της Βαλκανικής και έδειξε ότι ο σεβασμός αυτών των συνόρων και η ειρηνική συνύπαρξη, είναι ο μόνος εφικτός δρόμος για τις χώρες της περιοχής.
Ο εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς απήγγειλε το 1928, κατά τα αποκαλυπτήρια του μνημείου πού δεσπόζει στο ηρώο της μάχης, τον ύμνο «Η Πατρίδα στους νεκρούς της» καταλήγοντας:
« – Παιδιά μου, όσοι, προφήτες μου, στρατιώτες, αρχηγοί,
σαν τα λιοντάρια στήσατε κορμιά και σαν τα κάστρα,
και μεσ’ στη μακεδονική ματοθρεμμένη γη
βάλατε την εικόνα μου φερτή σαν ἀπό τ΄ άστρα
στου Λαχανά και στου Κιλκίς την ἐκκλησιά την πλάστρα,
πνοές κι αν πλανάστε σ’ άλλη ζωή, λείψανα κι αν κοιμάστε,
σας λειτουργώ στη δόξα μου. Μακαρισμένοι να ‘στε».
![](https://nationalstrategy.eu/wp-content/uploads/2024/09/Kilkis_laxana_6.png)