Γράφει: Ο Σχης ΤΘ (εα) Β Δ Π
Η λέξη «tank» (δεξαμενή, ντεπόζιτο) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Βρετανούς, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν κρυφή τη νέα τεχνολογία του άρματος μάχης, κατά τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής του, το 1915.
Σχετικά με το πώς καθιερώθηκε ο όρος αυτός, θρυλούνται διάφορες ερμηνείες:
α. Έτσι χαρακτηρίστηκαν στο εργοστάσιο κατασκευής τα πρώτα πλαίσια άρματος, για να παραπλανηθεί το εργατικό προσωπικό και κάθε εν δυνάμει κατάσκοπος.
β. Ο τίτλος χρησιμοποιήθηκε σε γραπτή αναφορά προς την πολιτική ηγεσία, που αφορούσε στο άρμα μάχης, για να αποκρυφτεί το πραγματικό περιεχόμενό της.
γ. Η ονομασία τιτλοφόρησε τα σχέδια κατασκευής του άρματος και μάλιστα το πρωτότυπο αναφερόταν ως «δεξαμενή για τη Μεσοποταμία».
δ. Αυτή ήταν η επιγραφή, με την οποία σημαδεύτηκαν τα πρώτα άρματα, όταν στάλθηκαν στη Γαλλία.
Αρχικά το άρμα μάχης περιγραφόταν από τους Βρετανούς ως ερπυστριοφόρος καταστροφέας με πολυβόλα (Caterpillar Machine Gun Destroyer) ή καταδρομικό εδάφους (Land Cruiser). Οι Γερμανοί κατά τον Α’ΠΠ αποκαλούσαν τα αντίπαλα άρματα ως tanks, ενώ τα δικά τους ως kampfwagen. Αργότερα επικράτησε και έγινε δημοφιλής ο όρος panzer, από τον πλήρη τίτλο panzerkampfwagen. Σήμερα, παγκοσμίως, εκτός από την εκάστοτε εθνική ονομασία ανά χώρα (char d’ assaut / Γαλλία, dabbaba / Αραβία, carro armato / Ιταλία, stridsvogn / Νορβηγία, czołg / Πολωνία, sensha / Ιαπωνία κλπ) έχει επικρατήσει εξίσου και ο όρος «τανκ», σε μια πιο γενική και απλή-λαϊκή απόδοση κάθε τεθωρακισμένου οχήματος με ερπύστρια.
Η ιδέα του θωρακισμένου οχήματος μάχης – ενός υπερεξοπλισμένου «θωρηκτού στεριάς», που θα μπορούσε να κινηθεί εκτός οδών και να διασχίσει με ευκολία τα συστήματα των εχθρικών χαρακωμάτων, κόβοντας τα συρματοπλέγματά τους – προτάθηκε για πρώτη φορά στη βρετανική ηγεσία από τον αντισυνταγματάρχη E.D. Swinton, σε συνεργασία με τον λοχαγό T.G.Tulloch, το φθινόπωρο 1914. Πήρε επίσημη μορφή τον Ιανουάριο 1915, όταν ενδιαφέρθηκε για τη νέα τεχνολογία ο Ουίνστον Τσώρτσιλ, ως υπουργός Ναυτικού (First Lord of the Admiralty), ενώ λίγο αργότερα συστάθηκε η Επιτροπή Πλοίων Εδάφους (Land Ship Committee) για να παρακολουθεί την εξέλιξη της υφιστάμενης, αλλά και κάθε νέας πρότασης, που αφορούσε στο θέμα αυτό. Τον Σεπτέμβριο 1915 κατασκευάστηκε το ομοίωμα και τον Ιανουάριο 1916 το πρώτο πειραματικό μοντέλο, με την ονομασία «μητέρα» (mother). Τον Μάρτιο 1916 συστάθηκε ειδικός ξεχωριστός τομέας στο Βρετανικό Σώμα Πολυβόλων (Heavy Section Machine Gun Corps), με πεδίο ενδιαφέροντος τα άρματα μάχης και στους επόμενους έξι μήνες κατασκευάστηκαν τα πρώτα 100, με απόλυτη μυστικότητα σε εργοστάσιο της περιοχής Λίνκολν.
Πρώτος επιχειρησιακός τύπος άρματος υπήρξε το 28 τόνων μοντέλο Mark I, το οποίο κατασκευάστηκε σε δύο επιμέρους εκδόσεις-παραλλαγές, που διέφεραν μόνο στον οπλισμό τους: το male (αρσενικό) διέθετε δύο ναυτικά πυροβόλα QF 6-pounder και πολυβόλα, ενώ το female (θηλυκό) μόνο πολυβόλα (και έναν τόνο λιγότερο βάρος). Έφερε εξακύλινδρο κινητήρα Daimler ιπποδύναμης 105 ίππων, τρία κιβώτια ταχυτήτων (δύο εμπροσθοπορείας, ένα οπισθοπορείας), ανέπτυσσε ταχύτητα περίπου 6,5 χλμ/ω και είχε ακτίνα δράσης περίπου 56 χιλιόμετρα. Το πλήρωμα συνίστατο από οκτώ άτομα (επικεφαλής αξιωματικός, τρεις οδηγοί, τέσσερεις πυροβολητές-γεμιστές). Οι συνθήκες λειτουργίας στο εσωτερικό του άρματος ήταν εξουθενωτικές, καθώς κυριαρχούσαν ζέστη, θόρυβος, καυσαέρια, ισχυρά τραντάγματα από την κίνηση και δυσχέρειες στην ενδοεπικοινωνία. Υπήρξε επιρρεπές στις μηχανικές βλάβες και ευάλωτο στα βλήματα πυροβολικού. Παρόλα αυτά από την πρώτη κιόλας στιγμή ανέδειξε στο πεδίο ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των αρμάτων, τη σφοδρή ψυχολογική επίδραση επί του αντιπάλου.
Τον Ιούλιο 1916 είχαν συγκροτηθεί έξι ίλες αρμάτων (A, B, C, D, E και F) των τεσσάρων ουλαμών, των τριών αρμάτων από κάθε τύπο (male και female) έκαστος και ένα εφεδρικό (συνολικά 25 άρματα ανά ίλη). Επανδρώθηκαν με επιλεγμένους-αξιολογημένους εθελοντές, οι οποίοι είχαν τεχνικές γνώσεις και εμπειρία. Το βασικό στάδιο της εκπαίδευσης υλοποιήθηκε σε προσεκτικά φυλασσόμενη έκταση και εγκαταστάσεις στην περιοχή Thetford, όπου όλες οι αγροικίες εντός της εκπαιδευτικής περιοχής εκκενώθηκαν από τους κατοίκους τους, ενώ απαγορεύτηκε κάθε προσέγγιση πολιτών και κάθε απομάκρυνση στρατιωτικών από αυτήν. Το πνεύμα μονάδος, το υψηλό ηθικό και το επιθετικό φρόνημα αποτέλεσαν κύριους στόχους της εκπαίδευσης, με πυλώνες την πειθαρχία, την πνευματική εγρήγορση και την άριστη φυσική κατάσταση.
Τον Αύγουστο 1916 μεταφέρθηκαν στη Γαλλία οι πρώτες ίλες. Στη μάχη του Flers-Courcelette (μέρος της μάχης του Σομ, 15 Σεπτεμβρίου 1916) 36 άρματα Mark I των Λόχων C και D πήραν το βάπτισμα του πυρός. Στη μάχη αυτή τα άρματα επιχείρησαν σε ομάδες των δύο – τριών οχημάτων. Αντιμετώπισαν πολλά τεχνικά προβλήματα και δυσκολίες από τις αυλακώσεις του εδάφους (εξουδετερώθηκαν 14 από τα 39) και υπέστησαν μεγάλες ή μικρές καταστροφές από τα εχθρικά πυρά (17 από τα 39). Αν και βοήθησαν σημαντικά το πεζικό τα αποτελέσματα δεν ήταν τα προσδοκώμενα.
Τον Νοέμβριο 1916 το Βαρύ Τμήμα Σώματος Πολυβόλων (Heavy Section Machine Gun Corps) αναβαθμίστηκε σε Βαρύ Κλάδο Σώματος Πολυβόλων (Heavy Branch Machine Gun Corps) και οι ίλες μετατράπηκαν σε επιλαρχίες (32 αξιωματικοί, 374 οπλίτες), των τριών ιλών η καθεμιά. Η τεχνική υποστήριξη παρείχετο από τρία κινητά συνεργεία. Εξήντα περίπου άρματα χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη του Αρράς (Απρίλιος 1917), χωρίς επιτυχία εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Μετά την ολιγάριθμη παρένθεση των Mark II και ΙΙΙ, ακολούθησε – πρώτη φορά στη μάχη της Messines τον Ιούνιο 1917 – το αναβαθμισμένο Mark IV (male:δύο κοντύτερα πυροβόλα QF 6-pounder (57mm) Hotchkiss και τέσσερα πολυβόλα Lewis.303, female: έξι πολυβόλα Lewis.303).
Στις 28 Ιουλίου 1917 ο Βαρύς Κλάδος Σώματος Πολυβόλων αναβαθμίστηκε εκ νέου σε ξεχωριστό Σώμα Αρμάτων (Tank Corps) και η ταυτότητα των μονάδων τροποποιήθηκε από γράμματα σε αριθμούς. Αν και ο αριθμός των αρμάτων αυξήθηκε και εισήλθε σε χρήση το νέο μοντέλο Mark IV, απογοητευτικά αποτελέσματα είχε η χρησιμοποίησή τους στην τρίτη μάχη του Ιπρ (Ιούλιος – Νοέμβριος 1917), εξανεμίζοντας το ηθικό των αρματιστών και την εμπιστοσύνη του υπόλοιπου στρατεύματος προς τα άρματα.
Πρώτη επιτυχής επιχείρηση αρμάτων υπήρξε η μάχη του Καμπραί (20 Νοεμβρίου 1917), όπου διαδραμάτισαν κύριο και πρωταγωνιστικό ρόλο. Η βρετανική επίθεση βασίστηκε στον αιφνιδιασμό, στην ορμητικότητα και στη μαζική ανάπτυξή τους, καθώς και στις κατάλληλες εδαφικές και καιρικές συνθήκες. Αν και η αρχική επιτυχία δεν ακολουθήθηκε από ανάλογη εκμετάλλευση, τα συμπεράσματα του Σώματος Αρμάτων υπήρξαν ιδιαίτερα χρήσιμα και επωφελή για το μέλλον του νέου όπλου.
Κατά την εαρινή γερμανική επίθεση (1918) τα άρματα χρησιμοποιήθηκαν περιορισμένα ως αμυντικό όπλο, με εξαίρεση τη συμμετοχή τους στην αντεπίθεση του Villers-Bretonneux (24 Απριλίου), όπου ήρθαν αντιμέτωπα για πρώτη φορά με γερμανικά τεθωρακισμένα (γερμανικής προέλευσης A7V και καταληφθέντα Mark IV).
Στις επιχειρήσεις που ακολούθησαν, έως το τέλος του Α’ΠΠ, χρησιμοποιήθηκαν επιτυχώς σε διάφορες περιπτώσεις και σε συνδυασμό με τις νέες τακτικές πεζικού και πυροβολικού απέδειξαν την αξία τους, με τίμημα τις πολυάριθμες απώλειες. Σε αυτές συμμετείχε το αποτελεσματικότερο όλων μοντέλο Mark V, με σημαντικές βελτιώσεις στα συγκροτήματα ισχύος και μετάδοσης κίνησης.
Οι γνώσεις και οι εμπειρίες του Α’ΠΠ οδήγησαν στην ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, με αποτέλεσμα το άρμα μάχης να αναδειχθεί πρωταγωνιστικό εργαλείο και κύριος συντελεστής διαμόρφωσης της τακτικής του πολέμου στον Β’ΠΠ, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον «κεραυνοβόλο πόλεμο» (blitzkrieg) του Γερμανικού Στρατού.