davoutoglou

Από τον Erim στον Davutoglu

Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media

Γράφει: Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννίδης*

Προσφάτως απέκτησα το εμβληματικό έργο του αειμνήστου Νεοκλέους Σαρρή “Η άλλη πλευρά“, που μελετά την εξέλιξη του κυπριακού ζητήματος μέσα από τουρκικές πηγές.

Μία από τις πλέον αξιομνημόνευτες συνεισφορές του πονήματος στην ιστορία και την πολιτική είναι η μετάφραση και παρουσίαση για πρώτη φορά στο ελληνόφωνο κοινό των περιβοήτων εκθέσεων του Τούρκου καθηγητή Nihat Erim, για την στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Τουρκία όσον αφορά την Κύπρο.

Οι εκθέσεις αυτές, τόσο λόγω του περιεχομένου τους, όσο και του τρόπου που συνετάχθησαν, καθώς και της απηχήσεως που απέκτησαν στην τουρκική πολιτική είναι αποκαλυπτικές για τον τρόπο που σκέπτεται και ενεργεί η “άλλη πλευρά”. Και αν επιθυμούμε να έχουμε πιθανότητες επιτυχούς αντιμετωπίσεως της τουρκικής απειλής, επιβάλλεται πρωτίστως να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τον τρόπο διαμορφώσεως στρατηγικής της Τουρκίας και τις πρακτικές της.

Κάποιες ειδικές παρατηρήσεις:

  • Ο καθηγητής Erim προερχόταν από την αντιπολιτευόμενη στον πρωθυπουργό Menderes παράταξη. Αυτό δεν εμπόδισε κανέναν τους να συνεργαστούν επ’ ωφελεία της Τουρκίας, ούτε στάθηκε ανασταλτικός παράγων στο να αναχθούν οι προτάσεις του Erim στον βασικό άξονα πολιτικής της Τουρκίας επί του κυπριακού, πολιτική η οποία ουδόλως επηρεάστηκε από τις μεταβολές κυβερνήσεων.
  • Από το περιεχόμενο των εκθέσεων, αλλά και από την προσήλωση της τουρκικής πολιτικής σε αυτές επί μακρόν, συνάγεται ότι η Τουρκία αντιμετώπισε το πρόβλημα της Κύπρου ως ζήτημα στρατηγικής. Αντιθέτως, η Ελλάδα επηρεαζόταν πολύ από το συναισθηματικό/παρορμητικό στοιχείο (πόθος της εθνικής ολοκληρώσεως και της ενσωματώσεως των εκτός Ελλάδος ελληνικών πληθυσμών, προσωπικές φιλοδοξίες ηγετών, κλπ), που περιόριζε ή δυσχέραινε τις πολιτικές της επιλογές.
  • Άλλη μία ανάλογη ειδοποιός διαφορά Ελλάδος και Τουρκίας είναι η στάση έναντι του διεθνούς δικαίου. Ο Erim προτάσσει το συμφέρον της Τουρκίας, κάνοντας επιλεκτική εργαλειακή χρήση των νομικών εκείνων πτυχών που το εξυπηρετούν καλύτερα. Αφ’ ετέρου, η Ελλάδα δείχνει διαχρονικώς μια απόλυτη (έως “μεταφυσική”!) πίστη στους διεθνείς κανόνες, παρότι έχει ζημιωθεί πολλάκις από την επιλογή της αυτή. Και στο κυπριακό, η στρατηγική διεθνοποιήσεως, μέσω των Ηνωμένων Εθνών, μάλλον περιέπλεξε το πρόβλημα, παρά προώθησε τα συμφέροντά μας.
  • Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η εμμονή του Erim σε πληθυσμιακές παραμέτρους του προβλήματος και σε τακτικές εποικισμού ή αλλοιώσεως της τότε υφισταμένης αναλογίας. Αυτό θα πρέπει να μας απασχολήσει δεόντως ως προς την συσχέτιση των σημερινών μεταναστευτικών ροών μουσουλμανικού στοιχείου, που καταλήγουν στην Ελλάδα (και δη σε ευαίσθητες, ακριτικές περιοχές) με τις επιδιώξεις της τουρκικής πολιτικής.
  • Ο Erim προτείνει να χρησιμοποιηθούν με εκβιαστικό τρόπο τα ζητήματα Ελλήνων της Κων/πόλεως και Πατριαρχείου, νήσων Αιγαίου και Δ. Θράκης, σε αντιστάθμισμα των ελληνικών επιδιώξεων ανατροπής του status quo στην Κύπρο. Η ίδια τακτική, της διευρύνσεως των θεμάτων προς διμερή διαπραγμάτευση, ώστε να μεγιστοποιηθούν τα τουρκικά οφέλη, ακολουθείται έως σήμερα!
  • Είναι σαφές από τις απόψεις Erim ότι πρόθεση της Τουρκίας στην Κύπρο δεν ήταν η διασφάλιση της τουρκικής/τουρκόφωνης μειονότητος, αλλά ο σταδιακός έλεγχος ολόκληρης της μεγαλονήσου, για την ασφάλεια της ίδιας της Τουρκίας (Επίλαρχος Γ. Μπίτσης).

Ανάλογο ρόλο με του Erim, κατά τις δεκαετίες του ’50, ’60 και ’70, φαίνεται να διαδραματίζει σήμερα ο Ahmet Davutoglu. Η ομοιότητα των περιπτώσεων δεν έγκειται στο ότι αμφότεροι ανεμείχθησαν με την πολιτική (διετέλεσαν μάλιστα και πρωθυπουργοί) προερχόμενοι από τον ακαδημαϊκό χώρο, αλλά ότι οι απόψεις τους σε ζητήματα υψηλής στρατηγικής έτυχαν ευρείας αποδοχής και επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την συμπεριφορά του τουρκικού πολιτικού/διπλωματικού κατεστημένου.

Ο δε Davutoglu διεύρυνε έτι περαιτέρω τον ορίζοντα της Τουρκίας. Ενώ ο Erim είχε περιοριστεί στην αντιμετώπιση του κυπριακού, ο Davutoglu έθεσε ένα μεγαλεπήβολο στόχο/όραμα: την μετεξέλιξη της Τουρκίας από ένα απλό “πιόνι” στην διεθνή “σκακιέρα” σε περιφερειακό “παίκτη” .

Στο πλέον αντιπροσωπευτικό βιβλίο του, “Στρατηγικό Βάθος” (την ελληνική έκδοση επιμελήθηκε πάλι ο Ν. Σαρρής), αποτυπώνονται οι σκέψεις του για την ισχυροποίηση της Τουρκίας.

Δεν θα σταθώ στις επί μέρους λεπτομέρειες για την στρατηγική που πρέπει – κατά τον Davutoglu – να ακολουθήσει η Τουρκία στις περιοχές ενδιαφέροντος (Βαλκάνια, Κ. Ασία, Μ. Ανατολή, Β. Αφρική) και στις σχέσεις της με τους διεθνείς πόλους ισχύος (NATO, ΕΕ, G20), αλλά στην εισαγωγική παρουσίαση της θεωρίας της ισχύος, που είναι το θεμέλιο όπου βασίζονται οι ειδικότερες αναλύσεις του βιβλίου.

Ο Davutoglu εξετάζει τους παράγοντες εκείνους που συνιστούν την ισχύ μιας χώρας. Και κάνει μια πρωταρχική διάκριση αυτών σε σταθερούς (αμετάβλητα γνωρίσματα μιας χώρας) και μεταβλητούς (δηλαδή εξελίξιμους). Συν τοις άλλοις, η επίδραση αυτών των παραγόντων εκτιμά πως μπορεί να πολλαπλασιαστεί από συγκεκριμένες ενέργειες.

Σε πιο παραστατική (μαθηματικοποιημένη) μορφή, η ισχύς μιας χώρας είναι δυνατόν να εκφρασθεί ως γινόμενο δεδομένων (σταθερών και δυναμικών) επί ενεργειών. Ήτοι:

Ι = (ΣΔ + ΔΔ) x (ΣΝ + ΣΣ + ΠΒ)

Όπου:

  • Ι = Ισχύς χώρας (συνολική)
  • ΣΔ = Σταθερά Δεδομένα χώρας:
    • Ιστορία
    • Γεωγραφία
    • Πληθυσμός
    • Πολιτισμός
  • ΔΔ = Δυναμικά Δεδομένα χώρας:
    • Οικονομική Ικανότητα
    • Τεχνολογική Ικανότητα
    • Στρατιωτική Ικανότητα
  • ΣΝ = Στρατηγική Νοοτροπία
  • ΣΣ = Στρατηγικός Σχεδιασμός
  • ΠΒ = Πολιτική Βούληση

Ακριβώς επειδή υπεισέρχονται μεταβλητές στην εξίσωση, ο Davutoglu θεωρεί πως μια χώρα μπορεί να αναβαθμιστεί, αν επικεντρωθεί σε αυτές με πρόγραμμα και σχέδιο. Αυτό είναι και το πλέον σημαντικό στην προσέγγισή του, η παραδοχή, δηλαδή, πως η θέση μιας χώρας στο διεθνές στερέωμα δεν είναι απολύτως προδιαγεγραμμένη από τα εξωτερικά της γνωρίσματα (γεωγραφία, πληθυσμός, κλπ), αλλά επηρεάζεται από την βούληση της ηγεσίας της να αναπτύξει πολλαπλασιαστικούς παράγοντες των σταθερών της.

Τα δε δυναμικά χαρακτηριστικά μιας χώρας (οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική ικανότητα), θα προσέθετα, είναι αλληλένδετα μεταξύ τους:

  • Η οικονομία συντελεί – με τις κατάλληλες επενδύσεις – στην τεχνολογική και στρατιωτική ανάπτυξη.
  • Η τεχνολογία επιδρά στην οικονομική άνθηση και στην επαύξηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων.
  • Οι επιβεβλημένες στρατιωτικές ανάγκες (λ.χ. η υποχρέωση διατηρήσεως ενόπλων δυνάμεων συγκεκριμένου μεγέθους και αποστολής, λόγω επισφαλούς/κρίσιμης γεωγραφικής θέσεως) εξυπηρετούνται πολύ καλύτερα και ευκολότερα από μια ακμάζουσα οικονομία, εντάσεως έρευνας (Επίμετρο Παναγιώτη Κονδύλη σελ 34).

Ενώ και τα τρία εξαρτώνται από το επίπεδο της παιδείας. Αλλά και η ποιότητα των ηγετικών ομάδων, που επιφορτίζονται με την επιβολή βουλήσεως και την χάραξη στρατηγικής, συναρτάται με την παιδεία που αυτές λαμβάνουν.

Πέρα από το στενό ακαδημαϊκό ενδιαφέρον των διαπιστώσεων και εισηγήσεων του Davutoglu, οφείλει να μας απασχολήσει η πρακτική εφαρμογή τους. Εκ του αποτελέσματος, φαίνεται πως η Τουρκία έχει ενστερνισθεί και ακολουθεί τα τελευταία έτη μια συνεπή πολιτική ισχυροποιήσεως, με κύρια γνωρίσματά της:

  • Έναν σταθερό πόλο εξουσίας, με σαφή πολιτική βούληση. Δεν αναφέρομαι μόνο στους επί κεφαλής του κυβερνώντος AKP, αλλά σε ένα ευρύτερο ρεύμα υπέρ της τουρκικής ενδυναμώσεως και αυτονομήσεως από την “Δύση” (που ενίοτε υποκρύπτει την τάση του ευρασιανισμού). Εξ ου και είναι άτοπο να τρέφουμε φρούδες ελπίδες για αλλαγή ουσιαστικού προσανατολισμού της Τουρκίας, μετά την ενδεχόμενη αποχώρηση Erdogan από το προσκήνιο.
  • Έμφαση στην γιγάντωση (ποσοτική και ποιοτική) της βιομηχανικής παραγωγής και ειδικότερα της πολεμικής βιομηχανίας (σε συνεργασία με εγχώρια πανεπιστημιακά ιδρύματα), που αποσκοπεί στην παράλληλη στήριξη των ενόπλων δυνάμεών της και την τόνωση της εισροής συναλλάγματος από εξαγωγές ανταγωνιστικών προϊόντων.

Η κατεύθυνση αυτή της Τουρκίας μάς αφορά για δύο λόγους:

  1. Ενδυνάμωση της Τουρκίας σε περιφερειακό επίπεδο συνεπάγεται δορυφοροποίησή μας. Δεν είναι δυνατόν να αναχθεί η Τουρκία σε περιφερειακό παράγοντα αν στην ίδια γεωγραφική περιοχή συνυπάρχει έτερος πόλος συγκρίσιμης ισχύος. Επομένως, η πολιτική της Τουρκίας είναι ευθέως ανταγωνιστική της Ελλάδος και πρέπει αυτό να γίνει κτήμα μας, ώστε να αναπτυχθούν εγκαίρως (πριν η διαφορά γεωπολιτικού δυναμικού γίνει αγεφύρωτη) τα κατάλληλα αντίμετρα. Αν κρίνουμε από το προηγούμενο του Erim, η τουρκική συνέπεια σε συγκεκριμένη υψηλή στρατηγική πρέπει να θεωρείται δεδομένη – ανεξαρτήτως κομματικών ισορροπιών στο εσωτερικό της – και δεν αντιμετωπίζεται με ημέτερες αναλαμπές και σπασμωδικές κινήσεις.
  2. Η προσπάθεια της Τουρκίας θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα για τις δικές μας ηγέτιδες τάξεις, που – σχεδόν από ιδρύσεως του ελλαδικού κράτους – έχουν συμβιβασθεί με τον ρόλο του τοπικού αντιπροσώπου ξένων συμφερόντων. Η αναζήτηση (αστείων) προφάσεων εν απραξίαις και εν υποχωρήσεσι πρέπει κάποτε να παύσει και να αρχίσουμε να συζητούμε για την ανάπτυξη των δυναμικών παραγόντων ισχύος μας (προϋποτίθεται βεβαίως πολιτική βούληση…), προκειμένου να εξελιχθούμε από παρία/επαίτη του διεθνούς συστήματος σε σταθερό εταίρο (όχι απλώς συγκυριακό). Ίσως τότε εξαλειφθεί και η εμμονική μας επίκληση στο διεθνές δίκαιο…

Το απαισιόδοξο για την περίπτωσή μας, ωστόσο, είναι ότι ποτέ δεν αξιοποιήσαμε τους δικούς μας Erim και Davutoglu. Όχι επειδή μας έλειπαν (ο Παναγιώτης Κονδύλης είναι ενδεικτικό παράδειγμα προσωπικότητος παγκοσμίου βεληνεκούς, χωρίς να είναι το μοναδικό), αλλά επειδή οι ηγεσίες μας περί άλλα τυρβάζουν.

*Διπλωματούχος Ηλεκτρολόγος Μηχανικός & Μηχανικός Η/Υ του ΑΠΘ


Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media

Κωνσταντίνος Καραγιαννίδης

View all posts by Κωνσταντίνος Καραγιαννίδης →