General Nikolaos Plastiras

Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας

Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media

Γράφει ο Σχης ΤΘ (εα) Β Δ Π

Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας

Ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας είναι μια ιστορική προσωπικότητα που έζησε και έδρασε ολόκληρο το πρώτο μισό του ταραχώδους για όλη την Ευρώπη 20ου αιώνα. Τα πενήντα κρίσιμα και γεμάτα χρόνια της σύγχρονης ελληνικής πολιτικής ιστορίας τα διέσχισε πάντα πιστός σε αρχές, αφοσιωμένος στην πατρίδα, αγωνιστής του δίκιου του λαού του.

Ανεξάρτητα από τις δυσκολίες που του επιφύλασσε η μοίρα, επιδίωξε τη δόξα και το δίκιο του ελληνισμού, υπερήφανος με το σπαθί του γαντζωμένο στο χέρι του καβάλα στο άλογό του τόσο στην ένδοξη στρατιωτική του πορεία όσο και στην πολιτική του δράση.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας, γιός του Χρήστου Πλαστήρα και της Στεργιανώς Καραγιώργου, γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1881 και μεγάλωσε μέσα σε μια αγραφιώτικη οικογένεια με πλούσια ιστορική παράδοση, αφού οι πρόγονοί του πολέμησαν με τον τότε αρχιστράτηγο των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων που επίσης καταγόταν από την περιοχή, Γεώργιο Καραϊσκάκη. Κατά τη νεανική του ηλικία, το παρουσιαστικό του προκαλούσε εντύπωση, ενώ διακρινόταν από τους άλλους συμμαθητές του για την εξυπνάδα και την τόλμη του.

Ένα γεγονός που δεν μπορεί να παραλειφθεί από την ιστορία του μετέπειτα ήρωα είναι ο καυγάς του με το γιό του Τούρκου πασά της περιοχής. Οι γονείς του για την καλύτερη ασφάλεια του παιδιού τους και για να αποφύγει η οικογένειά τους τυχόν αντίποινα αναγκάστηκαν να τον φυγαδεύσουν στην Αθήνα, στην έδρα του ελεύθερου ελληνισμού, καθώς η Θεσσαλία είχε καταληφθεί κατά τον Ατυχή Πόλεμο του 1897 από τους Τούρκους. Στην πόλη, ο Πλαστήρας φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή και απέκτησε λαμπρά εφόδια και για πρώτη φορά το νεαρό χωριατόπαιδο ήρθε σε επαφή με τον τρόπο ζωής της μεγάλης πόλης και έδρας του ελληνισμού, για να ανταπεξέλθει αργότερα στη λαμπρή του πορεία. Αργότερα, μετά από την πάροδο αρκετών ετών και την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς του, ο Πλαστήρας θα εκμυστηρευτεί ότι βοηθός του στην πορεία του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του ήταν η ταπεινή καταγωγή του και το γεγονός ότι δεν τη λησμόνησε ποτέ. Τελειώνοντας το ελληνικό σχολείο εισήλθε από τους πρώτους στο Γυμνάσιο Καρδίτσας το οποίο και τέλειωσε μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας οπότε και ξαναγύρισε στην Καρδίτσα.

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΛΑΣΤΗΡΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑ

Τον Δεκέμβριο του 1903, κατατάσσεται δεκανέας στο 5ο Σύνταγμα Πεζικού των Τρικάλων όπου εντός τεσσάρων μηνών προβιβάζεται σε λοχία.

Την ίδια εποχή, αρχίζει ο μακεδονικός αγώνας. Ο Πλαστήρας, νεαρός υπαξιωματικός που η ψυχή του λαχταρά την πρόοδο του έθνους, πράγμα που δεν θα σταματήσει να τον εφοδιάζει με κουράγιο ακόμα και όταν το τέλος της ζωής του πλησιάζει, κατατάσσεται στο σώμα του καπετάν Αγραφιώτη (Υπολοχαγός Χαράλαμπος Παπαγάκης) και κατευθύνεται στην περιοχή των Γρεβενών για να πάρει για πρώτη φορά το βάπτισμα του πυρός. Δυστυχώς, το αντάρτικο σώμα που μετέχει, παρά τις μεγάλες μάχες που θα δώσει, πέφτει σε ενέδρα των Τούρκων κι ο ίδιος, ο Καρδιτσιώτης λοχίας, σώζεται εκ θαύματος και περνώντας τα τότε σύνορα επιστρέφει στην Ελλάδα.

Κατά τη σύντομη εμπλοκή του στον μακεδονικό αγώνα, ο Πλαστήρας θα αποκομίσει τις απαραίτητες εμπειρίες, ώστε να καταφέρει να αντιμετωπίσει επιτυχώς σε μια αντιστροφή των ρόλων αντάρτη διώκτη σε εκείνη τη φάση της ιστορίας τα τουρκικά άτακτα τμήματα στα αρχαία χώματα της Ιωνίας που κλίθηκε από την πατρίδα να ελευθερώσει.

Το 1907, έρχεται η προαγωγή του σε επιλοχία και ορίζεται αποσπασματάρχης στην περιοχή της Καλαμπάκας επιφέροντας πλήγμα στις ληστρικές συμμορίες που λυμαίνονταν την περιοχή χρησιμοποιώντας, πολλές φορές, ως ορμητήριο το τότε τουρκικό έδαφος. Ο Πλαστήρας, χρησιμοποιώντας κι εδώ τα αντάρτικα διδάγματά του, διαλύει τις συμμορίες αυτές και δεν διστάζει να τις καταδιώξει και στο τουρκικό έδαφος για να εξουδετερώσει τελείως τη μάστιγα που αποτελούσαν για τους τοπικούς πληθυσμούς.

Το 1908, αποτυγχάνει να εισέλθει στο Σχολείο των Υπαξιωματικών της Κέρκυρας, καθώς υπάρχουν υπόνοιες από όλες τις πλευρές των πηγών της εποχής για την έλλειψη οποιασδήποτε αξιοκρατίας στα κριτήρια επιλογής των σπουδαστών της Σχολής.

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

Από τα τέλη του 1908, αξιωματικοί και υπαξιωματικοί σε όλη την Ελλάδα συσκέπτονται πυρετωδώς. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος που είχε σκοπό την αξιοκρατία και την εξυγίανση του Στρατού, απλώνεται σε όλη την επικράτεια. Ο Πλαστήρας που από την πρώτη στιγμή δείχνει με τις πρωτοβουλίες του ό τι πρόκειται για δραστήριο άτομο, συμμετέχει ενεργά στον Σύνδεσμο Υπαξιωματικών, μια κίνηση παράλληλη με αυτή των αξιωματικών που έκαναν το Κίνημα στο Γουδί το 1909. Η ελπίδα είναι ότι ο Σύνδεσμος θα φέρει την αλλαγή και την πρόοδο που αξίζει στη χώρα και στις θυσίες του λαού της. Ο Καρδιτσιώτης αγωνιστής δραστηριοποιείται και χάρη στην ορμητικότητα του χαρακτήρα του εκλέγεται πρόεδρος του Συνδέσμου στο Σύνταγμα των Τρικάλων, ενώ παράλληλα οργανώνει και τη δημιουργία και άλλων συλλόγων σε άλλα συντάγματα.

Τον Αύγουστο του 1909, ξεσπά η επανάσταση στο Γουδί υπό τον συνταγματάρχη Ζορμπά, ενώ λίγους μή νες αργότερα την πολιτική ηγεσία της επανάστασης αναλαμβάνει ο Κρητικός πολιτικός, Ελευθέριος Βενιζέλος. Η χώρα ανασυγκροτείται ταχύτατα για να προλάβει τον χρόνο που χάθηκε και να ετοιμαστεί για την καινούρια σύγκρουση που έρχεται να αλλάξει για μια ακόμα φορά τον χάρτη της Βαλκανικής. Ο Πλαστήρας κατατάσσεται στο σχολείο των Υπαξιωματικών με καθαρά αξιοκρατικά, αυτή την φορά, κριτήρια και εξέρχεται με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού τον Ιούλιο του 1912.

ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

Τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής ενώνονται στρατιωτικά, ύστερα απόσυνεννόηση, σε έναν αγώνα με κοινά κίνητρα ενάντια στον κοινό τους εχθρό, τους Τούρκους, έχοντας όμως η καθεμία χώρα διαφορετικές επιδιώξεις. Η σύγκρουση δεν θα αργήσει να γίνει αναπόφευκτη. Ο πόλεμος βρίσκει τον Πλαστήρα ανθυπολοχαγό στο 5ο σύνταγμα πεζικού της 1ης Μεραρχίας που κινείται εναντίον των Τούρκων που είχαν οχυρωθεί στην περιοχή της Ελασσόνας. Η περιοχή καταλαμβάνεται από τις ελληνικές δυνάμεις. Συνέχεια έχει η μάχη στο Σαραντάπορο και στα Γιαννιτσά, στις οποίες παίρνει πάλι μέρος. Η επίθεση των Ελλήνων είναι σαρωτική.

Στις 13 Οκτωβρίου, η 1η Μεραρχία βρίσκεται στο Βελβενδό, στις 24 περνά τον ποταμό και στις 28 εισέρχεται στην Θεσσαλονίκη υπό τους πανηγυρισμούς των κατοίκων της. Η πόλη είχε ελευθερωθεί νωρίτερα στις 26, ημέρα εορτής του πολιούχου και προστάτη της πρωτεύουσας της Μακεδονίας, Αγίου Δημητρίου, ύστερα από ένα αγώνα δρόμου με τους Βουλγάρους που εποφθαλμιούσαν κι αυτοί την πόλη. Ο αγώνας για την απελευθέρωση όλο και περισσότερου σκλαβωμένου εδάφους και την υπεράσπιση της Μακεδονίας από τους Βουλγάρους που προελαύνουν κι αυτοί για να καταλάβουν όλο και περισσότερα εδάφη είναι συνεχής. Στις 30, η Μεραρχία ξεκινά για την Έδεσσα και στις 6 Νοεμβρίου βρίσκεται στην περιοχή Ξινό Νερό, ενώ στη συνέχεια μετακινείται στη Θεσσαλονίκη καθώς οι Βούλγαροι έχουν υπογράψει ανακωχή με τους Τούρκους και κινούνται απειλητικά εναντίον της πόλης και των πρώην συμμάχων τους Ελλήνων και Σέρβων.

Η ρήξη δεν αργεί να έρθει, με τους Βουλγάρους να επιτίθενται σε δύο κύρια μέτωπα εναντίον των Ελλήνων και εναντίον των Σέρβων. Ο Β΄Βαλκανικός έχει μόλις ξεκινήσει. Κατά τη μάχη του Κιλκίς – Λαχανά, τη φονικότερη του πολέμου, ο Πλαστήρας σαν υπασπιστής τάγματος περνά στην αντεπίθεση δίνοντας έφιππος στην πρώτη γραμμή διαταγές και κερδίζει ανέλπιστη νίκη. Στις 6 Ιουλίου, προσεγγίζονται τα στενά της Κρέσνας, οι αποκαλούμενες και πύλες του Στρυμόνα και καταλαμβάνονται. Ο Β΄Βαλκανικός πόλεμος λήγει με τη νίκη των ελληνικών όπλων και κρίνεται με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Η Ελλάδα με τις νίκες στο μέτωπο της Ηπείρου και της Μακεδονίας και τις επιτυχίες στον ναυτικό αγώνα υπό την ηγεσία του Π. Κουντουριώτη, που πετυχαίνει την απελευθέρωση της Κρήτης και των νησιών του Αιγαίου, εκτείνεται πλέον μέχρι τον Νέστο.

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, για πρώτη φορά, οι πολεμιστές του ξεχωρίζουν τον Πλαστήρα από τους συναδέλφους τους για την ασυναγώνιστη παλικαριά, το περίσσιο θάρρος του και τη στρατηγική ιδιοφυία του και αρχίζουν να τον αποκαλούν «Μαύρο Καβαλάρη» λόγω του μελαψού χρώματος του δέρματός του.

Η ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ Β. ΗΠΕΙΡΟΥ

Μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, ο Πλαστήρας τοποθετείται στη Χίο σαν εκπαιδευτής κληρωτών. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί, δένεται με τον ντόπιο πληθυσμό και προχωρεί στη χαρτογράφησή του. Την ίδια εποχή, ξεσπά το ελληνικό αυτονομιστικό κίνημα στη Βόρεια Ήπειρο που, παρά την απελευθέρωσή της από τον Ελληνικό Στρατό (ΕΣ) κατά τη διάρκεια του πολέμου και παρά το κυρίαρχο ελληνικό της στοιχείο, είχε αποδοθεί αυθαίρετα από τις Μεγάλες Δυνάμεις στο νεοσύστατο κράτος της Αλβανίας. Ο Πλαστήρας ζητά άδεια για τη γενέτειρά του, Καρδίτσα, αλλά κατευθύνεται στη Βόρεια Ήπειρο να πάρει μέρος στο κίνημα. Συλλαμβάνεται, ωστόσο, από τις αρχές στην Καλαμπάκα και οδηγείται πίσω στη Χίο.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

Στις 15 Ιουνίου, δολοφονείται ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας Φραγκίσκος Φερδινάνδος και ξεσπά ο πρώτος μεγάλος πόλεμος που θα γνωρίσει η ανθρωπότητα. Θα επεκταθεί σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη της γης. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες μιμούμενες τα βαλκανικά κράτη που εξόρμησαν σε συνασπισμό εναντίον των Τούρκων έχουν οργανωθεί κι αυτά σε συνασπισμούς. Η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ρωσία αποτελούν την «Εγκάρδια Συνεννόηση» (Entente Cordiale ή Αντάντ), ενώ η Γερμανία, η Βουλγαρία, η Αυστροουγγαρία τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ο πόλεμος απλώνεται παντού σε όλη την Ευρώπη και στις αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών ενώ και νέα μέλη μπαίνουν στη σύγκρουση που κανείς πλέον δεν μπορεί να αποφύγει. Η Τουρκία συντάσσεται με το πλευρό της Γερμανίας, η Ιταλία και η Ρουμανία με την Αντάντ. Ο πρωθυπουργός Βενιζέλος πιέζει για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της συνεννόησης, αλλά ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος που έχει διαδεχτεί τον δολοφονηθέντα στη Θεσσαλονίκη πατέρα του στηριζόμενος τόσο στη Γερμανίδα σύζυγό του, αδερφή του αυτοκράτορα της Γερμανίας, όσο και στο παλάτι αρνείται την είσοδο της χώρας στον πόλεμο για την ολοκλήρωση των εθνικών ιδεών επιμένοντας στην απόλυτη ουδετερότητα, πεπεισμένος για το αήττητο του γερμανικού στρατού και τη νίκη των Κεντρικών Δυνάμεων. Ο Βενιζέλος πιστεύοντας στα οφέλη της Ελλάδας από την νίκη της Αντάντ παραιτείται και θριαμβεύει στις επόμενες εκλογές. Τον Σεπτέμβρη, ο Βασιλιάς αρνείται να υπογράψει το διάταγμα της επιστρατεύσεως του Βενιζέλου και ο τελευταίος παραιτείται εκ νέου. Οι Βούλγαροι με τους Γερμανούς εισβάλλουν στην Ανατολική Μακεδονία, ενώ η νέα κυβέρνηση που έχει ήδη σχηματιστεί, αντίθετη στον Βενιζέλο και προσκείμενη στο παλάτι, αρνείται να προβάλλει καμμιά αντίσταση. Το Δ΄Σώμα Στρατού αιχμαλωτίζεται και αποστέλλεται στη Γερμανία. Η πολιτική της ουδετερότητας αποτυγχάνει. Κάτω από αυτές τις συνθήκες εκρήγνυται το κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη με σκοπό την υπεράσπιση της πατρίδας από τους εισβολείς και την είσοδο στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας,την ίδια εποχή, μετακινείται με το σύνταγμά του στη Μακεδονία, ενώ το 1916 μετατίθεται στο 15ο Σύνταγμα πεζικού με έδρα τη Λευκάδα. Κατά τη διάρκεια άδειάς του, επισκέπτεται τον Ελευθέριο Βενιζέλο που του προτείνει επιτελική θέση. Ο Πλαστήρας, μεγάλη προσωπικότητα του κινήματος που θα ονομαστεί αργότερα Βενιζελισμός, αν και οπαδός απλός σε αυτή την ιστορική περίοδο, επιλέγει την πορεία του, αυτή του απλού στρατιώτη, και την αρνείται. Προτιμά να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή δίπλα στους στρατιώτες του.

Με την έκρηξη του κινήματος της Εθνικής Άμυνας η Ελλάδα χωρίζεται στα δύο, στο κράτος της Θεσσαλονίκης που πρόσκειται φιλικά στην Αντάντ και κηρύσσει τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις και στο κράτος των Αθηνών που τηρεί την ευνοϊκή για τους Γερμανούς ουδετερότητα. Δυνάμεις τις Αντάντ αποβιβάζονται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και δημιουργούν το Μακεδονικό μέτωπο εναντίον των Γερμανών και των Βουλγάρων, ο στόλος τους αποκλείει το λιμάνι του Πειραιά και την Πελοπόννησο, ενώ οι Γερμανοί βομβαρδίζουν τη Θεσσαλονίκη. Οι Έλληνες χωρίζονται πολιτικά σε αυτούς που είναι μαζί με το Βενιζέλο και σε αυτούς που είναι με τον Κωνσταντίνο. Ο εθνικός διχασμός έχει αρχίσει και για πολλά χρόνια θα χωρίσει του Έλληνες σε δυο μεγάλα στρατόπεδα με καταστροφικές για τον ελληνισμό συνέπειες.

Ο Πλαστήρας μεταβαίνει με απόλυτη μυστικότητα στη Θεσσαλονίκη μαζί με άλλους αξιωματικούς με πλοίο από τον Βόλο και τίθεται στις υπηρεσίες τις επαναστατικής κυβέρνησης. Κατά την επιχείρηση κατάληψης της Κατερίνης, ο Καρδιτσιώτης στρατιωτικός αρνείται να συγκρουστεί όπως θέλουν οι διαταγές του με τους στρατιώτες που κρατούν την πόλη και πρόσκεινται στο κράτος των Αθηνών. Με ένα αστραπιαίο εγχείρημα καταλαμβάνει την πόλη χωρίς να χυθεί άσκοπα καθόλου ελληνικό αίμα δείχνοντας από τότε τον αποτροπιασμό του για τις διχόνοιες των Ελλήνων.

Η Εθνική Άμυνα τον στέλνει στη Χίο.Οι σχέσεις του με τον τόπο θα βοηθήσουν στη στρατολόγηση των Χιωτών. Επιστρέφει με τη Μεραρχία Αρχιπελάγους. Για πέντε μήνες, μένει με τη Μεραρχία στον τομέα του Μοναστηρίου και αργότερα λαμβάνει μέρος στην πολύνεκρη μάχη του Σκρα. Η τοποθεσία είναι οχυρότατη και κάθε σημείο της είναι εκτεθειμένο από παντού. Παρόλα αυτά, κινείται ταχύτατα ηγούμενος ο ίδιος της επίθεσης και τρέπει τους Βουλγάρους σε άτακτη φυγή κερδίζοντας τα εύσημα από τον Γάλλο αρχιστράτηγο για την εφευρετικότητά του. Με το τέλος του πολέμου, η Μεραρχία Αρχιπελάγους μετακινείται στην Καβάλα. Για την γενναιότητα του ο Πλαστήρας προάγεται σε αντισυνταγματάρχη.

Η ΙΣΠΑΝΙΚΗ ΓΡΙΠΗ

Η πιο θανατηφόρα «πανδημία» των νεότερων χρόνων ήταν η «ισπανική γρίπη» του 1918-19. Τον Αύγουστο του 1918, η θανατηφόρα γρίπη είχε εξαπλωθεί σε όλο τον πλανήτη. Εμπορικά πλοία και στρατιωτικές μονάδες που γύριζαν στις πατρίδες τους τη μετέφεραν από την Αφρική μέχρι την Ινδία και από τα χαρακώματα του μετώπου στις μεγαλουπόλεις της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Αγγλίας, των ΗΠΑ. Η γρίπη ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρα, ένα 2,5% με 3% όσων νοσούσαν πέθαναν σε λίγες μέρες, ενώ πολλοί που νόσησαν αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα για την υπόλοιπη ζωή τους. Οι νεκροί υπολογίζονται από 12 μέχρι 17 εκατομμύρια.

Η φροντίδα του Πλαστήρα για τους αρρώστους της γρίπης ήταν μεγάλη. Μέσα στην τραγικότητα της κατάστασης, μέσα σε δέκα μέρες, οι νεκροί στο νοσοκομείο της Καβάλας ανήλθαν στους 112. Ο Πλαστήρας, ευτυχώς, σταμάτησε τις διακομιδές από το σύνταγμά του στο νοσοκομείο περιορίζοντας τους αρρώστους στο αναρρωτήριο όπου οι συνθήκες ήταν καλύτερες, με συνέπεια, οι θάνατοι από τη γρίπη να σταματήσουν.

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΥΚΡΑΝΙΑ

Η εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία κατά τα 1919 αποφασίστηκε από τις δυνάμεις της Αντάντ με σκοπό την παρεμπόδιση της επέκτασης του κομμουνισμού Νότια και Δυτικά. Η Ελλάδα αποβλέποντας στην ολοκλήρωση των εθνικών διεκδικήσεων στη Μικρά Ασία συμμετείχε με το Α΄Σώμα Στρατού (Α΄ΣΣ) που αποτελούνταν από τη 2η και 12η Μεραρχία. Το Ελληνικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΕΕΣ) αποτελούσε τμήμα της Α΄ Ομάδας μεραρχιών με μονάδες Γάλλων, Πολωνών και τμήματα Λευκορώσων εθελοντών. Οι ελληνικές δυνάμεις αποτελούσαν τις πιο αξιόμαχες της εκστρατείας. Ο Πλαστήρας δεν γινόταν να μην συμμετάσχει και σε αυτό τον αγώνα που θα ολοκλήρωνε τις εθνικές ιδέες του ελληνισμού. Έτσι, τοποθετήθηκε στη 12η Μεραρχία και συγκεκριμένα στο ομολογουμένως απείθαρχο 5/42 ευζωνικό που προερχόταν από την Παλιά Ελλάδα.

Παρόλα αυτά, ο Πλαστήρας κέρδισε τον σεβασμό των ανδρών και εμπέδωσε την πειθαρχία καθιστώντας το 5/42 ευζωνικό κατά τη μικρασιατική εκστρατεία ως την πιο αξιόμαχη και μοναδική αήττητη μονάδα του Στρατού στην εκστρατεία αυτή.

Η 12η Μεραρχία στρατοπέδευσε πάνω από την Οδησσό. Οι επιθέσεις των Μπολσεβίκων αποκρούστηκαν από το 5/42 και το 3ο Σύνταγμα Πεζικού μετά από πολυήμερη μάχη, ενώ οι Γάλλοι σύμμαχοι τράπηκαν σε φυγή. Ο Πλαστήρας έσωσε πάλι την κατάσταση. Με αντεπίθεσή του, χρησιμοποιώντας τον σιδηρόδρομο για να φτάσει στο σημείο όπου γινόταν η μάχη, σταμάτησε την προέλαση των Μπολσεβίκων μετά από ηρωικό αγώνα κατά τον οποίο διέσπασε τον κλοιό που είχαν κάνει γύρω από το 5/42 δεκαπλάσιες δυνάμεις του εχθρού δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στους Γάλλους να συμπτυχτούν και να αποχωρήσουν από την Οδησσό στη Βεσσαραβία.

Οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων κατά την εκστρατεία της Ουκρανίας ανήλθαν σε 398 νεκρούς και 657 τραυματίες, ενώ οι ελληνικές κοινότητες της Νότιας Ρωσίας θεωρήθηκαν αμφιβόλου νομιμοφροσύνης από το νέο σοβιετικό καθεστώς και υπέστησαν διώξεις.

Κατά την εκστρατεία στην Ουκρανία, οι δύσκολες συνθήκες του αγώνα και οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης καταπονούν τον Πλαστήρα που επιπλέον κολλά και φυματίωσηπου θα τον ταλαιπωρεί για χρόνια. Μετά το τέλος της επιχείρησης εκείνης, μετακινήθηκε με τη μονάδα του στο Γαλάτσι της Ρουμανίας. Στη Βεσσαραβία, τόπο ανάπαυσης των στρατιωτών του, ο Πλαστήρας δημιούργησε ένα έφιππο τμήμα από άλογα που τους είχαν χαρίσει οι Ρώσοι της Ουκρανίας.

Τα συγκεκριμένα άλογα κατασχέθηκαν αυθαίρετα από έναν Γάλλο στρατηγό. Ο Πλαστήρας εξαγριωμένος κατέσχεσε ογδόντα άλογα από το πρώτο γαλλικό τμήμα που βρήκε μπροστά του και δεν τα επέστρεψε παρά μόνο όταν ο Γάλλος στρατηγός έδωσε πίσω τα άλογα του 5/42. Η Ελλάδα ήταν σύμμαχος χώρα και όχι αποικία υποστήριξε ο Πλαστήρας. Είχε ήδη συγκρουστεί με Τούρκους Βούλγαρους και Ρώσους. Δεν θα δίσταζε να συγκρουστεί και με τους Γάλλους. Ο Πλαστήρας προάγεται πάλι επ’ ανδραγαθία σε συνταγματάρχη. Είναι 36 χρονών, ο πιο νέος συνταγματάρχης του Ελληνικού Στρατού.

Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

Η Ελλάδα εκτελώντας την απόφαση της Διάσκεψης Ειρήνης των Παρισίων, αποβιβάζει στρατεύματα στις αρχές Μαΐου 1919 στη Μικρά Ασία (ΜΑ) και συγκεκριμένα στη Σμύρνη στις 2 Μαΐου. Αποστολή του ΕΣ είναι η εξασφάλιση της τάξης και η επέκταση της ελληνικής κατοχής στην ενδοχώρα.

Η απόβαση του ΕΣ στα αρχαία χώματα της Ιωνίας αναπτέρωσε τις ελπίδες του από αιώνες εκεί εγκατεστημένου ελληνικού πληθυσμού για ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Ο απελευθερωτής, για πολλούς Έλληνες, Ελληνικός Στρατός είχε φθάσει στα δυτικά παράλια της ΜΑ και για την πλειοψηφία του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των Τούρκων, δύσκολα θα μετακινούνταν από εκεί. Η παρουσία του στρατού εκεί είχε επιπλέον ως στόχο τον τερματισμό των τουρκικών διωγμών των χριστιανικών πληθυσμών (Ελλήνων – Αρμενίων).

Μέσα στο πλαίσιο των ενισχύσεων που αποστέλλονται στη ΜΑ, είναι και το 5/42, το οποίο φθάνει στα μέσα Ιουνίου. Η καθήλωση των ελληνικών δυνάμεων για έναν ολόκληρο χρόνο δεν υποσκάπτει το ηθικό του 5/42, το οποίο εγκαθίσταται στην περιοχή της Μαγνησίας και ξεκαθαρίζει την περιοχή από τους Τσέτες. Ο ίδιος ο Πλαστήρας και αργότερα στις συγκρούσεις του με τον τακτικό στρατό του Κεμάλ θα είναι μεγαλόψυχος με τους αιχμαλώτους στρατιώτες τους οποίους αντιμετώπιζε με σεβασμό και καλοσύνη χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο και με τους άτακτους Τσέτες που τους χρεώνονταν σφαγές αμάχων, πυρπολήσεις χριστιανικών χωριών, λεηλασίες, φόνοι και σύληση των νεκρών στρατιωτών.

Μετά την εμπέδωση της τάξης και της ασφάλειας στην περιοχή ευθύνης του, ο Πλαστήρας οργανώνει αθλητικούς αγώνες στους οποίους λαμβάνει μέρος πολλές φορές και ο ίδιος, καθώς και θεατρικές παραστάσεις για να κρατά το σύνταγμά του σε ετοιμότητα και εγρήγορση. Η φυσική κατάσταση του συντάγματός του είναι άριστη και οι στρατιώτες του θριαμβεύουν στους αγώνες με τα σμυρναϊκά σωματεία. Αργότερα, κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων που οργανώνονται στο Αφιόν Καραχισάρ, ο συνταγματάρχης δεν θα διστάσει να διακόψει τους αγώνες και να διαμαρτυρηθεί έντονα ενώπιον του στρατηγού Τρικούπη γιατί ένας εύζωνάς του αδικήθηκε. Στη Μαγνησία προχωρεί ακόμα και στη δημιουργία μιας τοπικής χορωδίας, ενώ η μέριμνά του για να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού και να τονώσει το ηθικό του που έχει υποστεί καίριο πλήγμα από τους διωγμούς, τον οδηγεί στο χτίσιμο ενός χωριού που από την εργασία των ευζώνων του ονομάζεται Ευζωνοχώρι. Συνεχίζει την υιοθεσία ορφανών, κάτι που το είχε κάνει για πρώτη φορά στη Μακεδονία, και τα στέλνει στην Ελλάδα να μεγαλώσουν και να σπουδάσουν με δικά του έξοδα. Μόνο στη Μαγνησία, υιοθετεί τρία ορφανά που έρχονται να προστεθούν στα τέσσερα που είχε υιοθετήσει στη Μακεδονία.

Σε παρατήρηση ενός δημοσιογράφου ότι η περιουσία θα ‘ναι μεγάλη, αφού ο συνταγματάρχης δεν σπαταλά χρήματα στο ποτό, στα τσιγάρα και στη χαρτοπαιξία ούτε απομακρύνεται από το στρατόπεδό του όπως οι άλλοι αξιωματικοί, εκείνος αμέσως απαντά ότι νιώθει υπεύθυνος απέναντι στα παιδιά αυτά και του δείχνει μια φωτογραφία ενός ορφανού που υιοθέτησε στη Μακεδονία κάνοντας τον συνομιλητή του να απορήσει για την ποιότητα και το ήθος του ένστολου ανδρός που στέκεται μπροστά του στη μέση ενός σκληρότατου πολέμου στις απαρχές της Ασίας. Η στάση εξάλλου του Πλαστήρα ως διοικητή απέναντι στη χαρτοπαιξία και στο ποτό ήταν ιδιαίτερα αυστηρή. Με την ανάληψη του 5/42 εξέδωσε αυστηρές διαταγές που τα απαγόρευαν, ενώ έπαυσε και υπαξιωματικούς που παρενέβησαν τις εντολές του.

Η ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ ΚΑΙ Η ΑΛΛΑΓΗ ΗΓΕΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ο Βενιζέλος παίρνει την άδεια από τους συμμάχους να επιτεθεί εναντίον θέσεων εκτός της ελληνικής δικαιοδοσίας. Στις 9 Ιουνίου, το 5/42 κινείται από το Κόλντερε και το Παραζλί προς Ντιρ Νταγ και το καταλαμβάνει. Το Αξάριο απελευθερώνεται και σειρά έχουν το Ελισλέρ, Γκέλεπε, το Χαλκά Μπουνάρ, το Ναίν, το Κιοσελερ, το Τσάι Μπουνάρ και το Μαλίκεσερ για να καταλήξει στις 22 Σεπτεμβρίου στην περιοχή Σουζουρλού – Κρεμαστής – Κεπσούτ. Στις 14 Οκτωβρίου, προωθείται στην περιοχή Τσεντίζ και αναχαιτίζει σοβαρή τουρκική επίθεση.

Τον Νοέμβριο του 1920, επιτελείται κυβερνητική αλλαγή στην Αθήνα και την εξουσία καταλαμβάνουν οι αντίπαλοι του Βενιζέλου με αρχηγό τον Δ. Γούναρη. Ο αντιπαθής στην Αντάντ βασιλιάς επιστρέφει και οι παλιοί σύμμαχοι των Ελλήνων στον Μεγάλο Πόλεμο βρίσκουν την ευκαιρία να τους εγκαταλείψουν. Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου, ενώ είχαν υποσχεθεί τον τερματισμό του πολέμου δεν έκαναν τίποτα να συμβιβαστούν με τον Κεμάλ και κλιμακώνουν τις επιχειρήσεις.

Τον Μάρτιο του 1921, το 5/42 δρώντας ως εμπροσθοφυλακή του Α΄ΣΣ καταλαμβάνει το Αφιόν Καραχισάρ, αλλά η αποτυχία των υπόλοιπων επιχειρήσεων των Α και Γ΄ΣΣ οδηγεί σε εκκένωση της πόλης. Στις 28 Μαρτίου, το σύνταγμα αποστέλλεται στον τομέα Χασάν Ντεντέ Τέπε όπου μετά από ηρωική αντεπίθεση τρέπει τους Τούρκους σε φυγή και αποτρέπει την κατάρρευση του μετώπου. Στη συνέχεια, αποσύρεται και στις 30 Ιουνίου λαμβάνει μέρος στη μεγάλη επίθεση με αντικειμενικό σκοπό την Άγκυρα για να πληγεί το κεμαλικό κίνημα στην καρδιά του. Περνά τον θρυλικό πλέον ποταμό Σαγγάριο εμπλέκεται σε φονικότατες μάχες με τους Τούρκους προελαύνοντας προς Ακολούλ, Ακίν, Σεϊ- ντή Γαζή, ενώ στις 8 Ιουλίου συμμετέχει στη μάχη του Εσκή Σεχίρ.

Η φήμη του Πλαστήρα διαδίδεται στον τουρκικό στρατό και οι Τούρκοι στο άκουσμά του τρέπονται σε φυγή. Ο «Μαύρος Καβαλάρης» έγινε ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων του. Με λιγότερες δυνάμεις κατάφερνε πάντοτε να οδηγεί το στράτευμά του σε νικηφόρες μάχες με τις λιγότερες δυνατές απώλειες.

Οι Τούρκοι αποκαλούσαν τον ίδιο «καραπιπέρ» (μαύρο πιπέρι) και το στράτευμά του «σεϊτάν ασκέρ» δηλαδή στρατό του διαβόλου, ενώ ο ίδιος ο Κεμάλ φοβάται τη δράση του και τον επικηρύσσει για πολλές χιλιάδες λίρες.

Κατά την τελική εξόρμηση προς Σαγγάριο και Άγκυρα, διασχίζει με μια επική πορεία την Αλμυρά Έρημο κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και συγκρούεται με τους Τούρκους στο Κιουτσούκ Γαϊτσι και στο Καλέ Γκρόσο. Η τελευταία μάχη ήταν από τις πιο φονικές μάχες του πολέμου. Η επίθεση διακόπτεται στις 28 Αυγούστου και στις 30 το 5/42 ξαναπερνά τον Σαγγάριο προς την αντίθετη κατεύθυνση αυτή τη φορά, ενώ ο Δ. Γούναρης από την Αθήνα δηλώνει στη Βουλή ότι οι επιθετικές ενέργειες των Ελλήνων έχουν τελειώσει. Θα είναι ο τελευταίος χειμώνας του Πλαστήρα στην ελεύθερη ΜΑ.

Παρά τη στασιμότητα του μετώπου, τη χαλάρωση της πειθαρχίας στο στράτευμα στη ΜΑ, την αποστολή πολλών φιλομοναρχικών αξιωματικών στην Ελλάδα, την αποστράτευση αξιωματικών φιλικά προσκείμενων προς τον Βενιζέλο, την απουσία οποιασδήποτε διπλωματικής πρωτοβουλίας από τη μεριά της κυβέρνησης και παρά τα έντονα σημάδια ενίσχυσης του Κεμάλ, όπως φαίνεται στις επιστολές του, ο Πλαστήρας πιστεύει στη σωτηρία της ΜΑ από την κυβέρνηση. Αν και η επίθεση στην Άγκυρα απέτυχε, ο αγώνας μέχρι τώρα είναι νικηφόρος. Ο Πλαστήρας, παρά τις άσχημες σχέσεις με τη νέα κυβέρνηση, κατά τη διάρκεια των εκλογών που ανέτρεψαν τον Βενιζέλο, τηρεί άψογη και ουδέτερη στάση στο σύνταγμά του όπως προβλεπόταν από τους κανονισμούς, ενώ είναι ένας από τους ελάχιστους βενιζελικούς διοικητές που δεν απομακρύνεται από τη θέση του καθώς η διοικητική του ικανότητα αναγνωρίζεται από εχθρούς και φίλους.

Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ ΚΑΙ Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Η αναμενόμενη τουρκική επίθεση εκτοξεύεται στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ στις 13 Αυγούστου 1922. Μετά από ηρωικές μάχες (14, 15, 16), εξαιτίας ανεπάρκειας του αμυντικού σχεδίου, η ρήξη και η κατάρρευση του μετώπου θα είναι οριστική. Το 5/42 προσπαθεί να συνδράμει την ομάδα του στρατηγού Τρικούπη κατά τη μάχη του Αλή Βεράν. Ο ίδιος ο Πλαστήρας σε συνάντησή του με τον στρατηγό προτείνει δρομολόγιο για τη σωτηρία της ομάδας του και της σταθεροποίησης του μετώπου. Ο στρατηγός απορρίπτει τη λύση. Ο Πλαστήρας θα ακολουθήσει το ίδιο δρομολόγιο και μετά από εξαντλητικές μάχες και ολονύκτιες πορείες θα διασπάσει τον τούρκικο κλοιό και θα σώσει τους άντρες του. Με τη διάσπαση του κλοιού, το 5/42 κάνει στάση για ανάπαυση τη νύχτα και ο ίδιος ο Πλαστήρας αναλαμβάνει σκοπός μπροστά στα δακρυσμένα μάτια των πολεμιστών του που δεν τον θεωρούν πλέον ηγέτη και διοικητή τους μα κάτι περισσότερο από πατέρα τους. «Την μέρα εγώ πάω καβάλα στο άλογο. Εσείς πάτε με τα πόδια. Να πάτε να ξεκουραστείτε». Αυτά ήταν τα λόγια του.

Στις 19 Αυγούστου, ο Πλαστήρας αναλαμβάνει και τη διοίκηση του 4ου Συντάγματος Πεζικού και δύο ταγμάτων του 23ου, ενώ στις 20 στο Ταμάκ αναλαμβάνει τη διοίκηση της 13ης Μεραρχίας.

Όλα τα τμήματα της Στρατιάς της ΜΑ κινούνται προς τη Φιλαδέλφεια εκτός από το τμήμα του Πλαστήρα που παραμένει οπισθοφυλακή για να επιβραδύνει τους Τούρκους. Στις 22 Αυγούστου, φθάνει στη Φιλαδέλφεια που η κατάσταση είναι χαοτική: η πόλη έχει γεμίσει με πρόσφυγες, διαλυμένα στρατιωτικά τμήματα συρρέουν από παντού και χωρίς να υπακούν σε κανέναν καταλαμβάνουν τους συρμούς των τρένων που προορίζονταν να φύγουν από την πόλη. Ο Πλαστήρας, αφού διαπίστωσε ότι ο στρατηγός Φράγκος και οι επιτελείς αδυνατούσαν να επιβάλουν την τάξη, με ένα τάγμα μηχανικού νεοσυλλέκτων, καθώς το 5/42 συνεχίζει να μάχεται έξω από την πόλη, κατεβάζει τους απείθαρχους στρατιώτες από τα τρένα και καταφέρνει να επιβάλλει την πολυπόθητη τάξη. Στις 23, αποκρούει επίθεση ατάκτων ιππικού, ενώ την ίδια μέρα, στην προσπάθειά του να έρθει σε επαφή με τμήματα ιππικού που βρισκόταν στο Σαλιχλί, διαδίδεται η φήμη ότι έχει σκοτωθεί. Μέσα από τους καπνούς της μάχης και τις βολές των όπλων, ο συνταγματάρχης προβάλλει ακέραιος για ακόμα μια φορά στα έκπληκτα μάτια των ευζώνων του.

Ελλείψει αξιόμαχου και πειθαρχημένου τμήματος, το 5/42 καθίσταται για μια ακόμα φορά οπισθοφυλακή και δίνει ηρωικές μάχες με τακτικό και άτακτο τούρκικο στρατό. Τα τρένα με τους χιλιάδες αμάχους και τον ΕΣ χάρη στην τιτάνια προσπάθεια του 5/42 καταφέρνουν να διαφύγουν και να συνεχίσουν την πορεία τους προς την Ελλάδα. Στο Γκιούλ Μπαχτσέ στις 30 Αυγούστου, ο Πλαστήρας δίνει την τελευταία του μάχη στη ΜΑ που είναι κι αυτή νικηφόρα. Το 5/42 και άλλες μονάδες αρνούνται να επιβιβαστούν στα πλοία και επιμένουν να διασωθεί η Ερυθραία. Ο Πλαστήρας πείθεται τελικά και στις 2 Σεπτεμβρίου επιβιβάζεται στα πλοία. Η αυλαία της μικρασιατικής τραγωδίας πέφτει με την πυρπόληση της Σμύρνης, πρωτεύουσας του Μικρασιατικού ελληνισμού. Οι τελευταίες τραγικές στιγμές εκτυλίσσονται στην προκυμαία της πόλης υπό τα απαθή βλέμματα των ξένων ναυτών που ανεβασμένοι στα πολεμικά πλοία τους που ναυλοχούσαν στο λιμάνι, παρακολουθούν από μακριά το δράμα των προσφύγων που συνέρρεαν αναζητώντας σωτηρία.

ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ 1922

Τα στρατιωτικά τμήματα που είχαν καταφύγει από τη ΜΑ στη Χίο και στη Λέσβο, επαναστατούν με αρχηγούς τους Ν. Πλαστήρα και Σ. Γονατά και τον αντιπλοίαρχο Δ. Φωκά. Στις 11 Σεπτεμβρίου, η επαναστατική επιτροπή της Χίου στην οποία συμμετέχουν ο Πλαστήρας, ο συνταγματάρχης Γαρδίκας και ο αντισυνταγματάρχης Κοιμήσης καταλύουν τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της νήσου. Την επόμενη μέρα και με απόλυτη μυστικότητα με το σύνθημα «Ελλάς – Σωτηρία» ξεκινούν για τον Πειραιά με σκοπό να ανατρέψουν το καθεστώς και να σώσουν τη Δυτική Θράκη. Στις 13, προκηρύξεις ρίχνονται πάνω από την Αθήνα με αεροπλάνο που έχει στείλει ο Γονατάς, στην προσπάθειά του να φανεί ο αρχηγός του κινήματος, στερώντας τον αιφνιδιασμό από τους κινηματίες.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος παραιτείται υπό την πίεση των γεγονότων και αναχωρεί για την Ιταλία. Στις 15, ο επαναστατημένος στρατός με επικεφαλής έναν μαύρο, σκονισμένο, παλιοντυμένο, αδύνατο, άγριο με σφιγμένα τα δόντια και μάτια γεμάτα απελπισία, όπως θα γράψει η Π. Δέλτα, εισέρχεται στην Αθήνα. Ορκίζεται κυβέρνηση με πρόεδρο τον Αλ. Ζαΐμη και υπουργό εξωτερικών τον Σωτ. Κροκυδά. Στις 9 Οκτωβρίου, σε μεγάλο συλλαλητήριο εκατόν πενήντα χιλιάδων ατόμων ζητείται από την «Επανάσταση» η τιμωρία των ενόχων, η υπεράσπιση των εθνικών δικαίων και η αποκατάσταση των προσφύγων.

Το κίνημα του δοκιμασμένου στρατού της ΜΑ έχει αποκτήσει πλέον ευρεία λαϊκή βάση και δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό όσα θα ακολουθήσουν. Στις 15 Νοεμβρίου, το έκτακτο στρατοδικείο με πρόεδρο τον Αλ. Οθωναίο θα καταδικάσει τους Έξι (Γούναρη, Πρωτοπαπαδάκη, Στράτο, Μπαλτατζή, Θεοτόκη και Χατζηανέστη) σε θάνατο για προδοσία σαν υπεύθυνους της καταστροφής. Ο Πλαστήρας προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα, ωστόσο, κάτω από μεγάλες πιέσεις των συνεργατών του που απειλούσαν με δεύτερο κίνημα και μαζικότερες εκτελέσεις, πείστηκε να σεβαστεί την τελική απόφαση του στρατοδικείου. Η επαναστατική επιτροπή του Στρατού διαλύεται και ο Πλαστήρας ονομάζεται μόνος του Αρχηγός της Επαναστάσεως. Στις 14 Νοεμβρίου, μια μέρα πριν την τελική απόφαση του στρατοδικείου και ύστερα από πολλές αρνήσεις, δέχεται τελικά να δει τον πρεσβευτή της Αγγλίας που τον απειλεί να διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες αν οι Έξι καταδικαστούν σε θάνατο.Ο Πλαστήρας σε μια περήφανη απάντησή του τον αποπέμπει. Ο Άγγλος πρέσβης αποσύρεται και διακόπτονται οι διπλωματικές σχέσεις.

Την επόμενη μέρα, στις 15, βγήκε η τελική απόφαση που προκάλεσε αίσθηση και εκτελέστηκε την ίδια ακριβώς μέρα. Ο Βενιζέλος με παρέμβασή του στον Πλαστήρα προσπάθησε να μην πραγματοποιηθούν οι εκτελέσεις και επέμεινε στην παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς. Ο Καρδιτσιώτης στρατιωτικός ζητά να αγνοηθεί ο Βενιζέλος από τη διαδικασία αυτή, ώστε να μην αμαυρωθεί το όνομά του από τις εκτελέσεις. Αν και λάτρης του Βενιζέλου και επιφανής προσωπικότητα του βενιζελισμού, ο Πλαστήρας στην περίπτωση αυτή δε θα συμφωνήσει με τον Κρητικό πολιτικό. Προέχει η ενότητα της χώρας και του κινήματός του. Η οργή του λαού δεν μπορεί να εκτονωθεί με άλλον τρόπο.

Στο μικρό χρονικό διάστημα της διακυβέρνησης της χώρας υπό την Αρχηγεία του Πλαστήρα η χώρα άρχισε γοργά να ανασυγκροτείται εις βάθος. Η δημόσια διοίκηση και η οικονομία αναδιοργανώνονται. Στις 25 Μαρτίου 1923, με απόφαση του Πλαστήρα απαλλοτριώνονται τα εναπομείναντα τσιφλίκια και οι γαίες δίνονται σε κολλήγους και ακτήμονες. Ο Στρατός αναδιοργανώνεται και αυτός και με αιχμή του δόρατος τη Στρατιά του Έβρου είναι έτοιμος να επιτεθεί στην Τουρκία. Οι πληροφορίες ότι οι Έλληνες θα καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη αναστατώνουν τους Συμμάχους. Όμως, η μοίρα της Ανατολικής Θράκης είχε κριθεί όχι στο πεδίο της μάχης αλλά στις διαπραγματεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Η εξόρμηση των ελληνικών δυνάμεων στη Θράκη ματαιώνεται και ο Πλαστήρας δακρυσμένος πληροφορείται τον συμβιβασμό στη Λοζάνη. Τελικά, δέχεται τον συμβιβασμό καθώς η χώρα έχει απομείνει εντελώς απομονωμένη και εκβιάζεται από όλους.

Χάρη στην ταχεία αναδιοργάνωση της Στρατιάς του Έβρου, οι Τούρκοι μειώνουν τις τελικές αξιώσεις τους και διασώζεται το κομμάτι της Δυτικής Θράκης. Η καταστροφή, όμως, είναι μεγάλη καθώς δύο χιλιάδες χρόνια ελληνικής παρουσίας στη ΜΑ παύουν.

Η Συνθήκη της Λοζάνης έφερε στην επιφάνεια τη φιλοδοξία του στρατηγού Πάγκαλου να ηγηθεί της «Επανάστασης». Ο Πλαστήρας για να διασφαλίσει την ενότητα της χώρας και του Στρατού παραδίδει την αρχιστρατηγία στον Πάγκαλο αποδίδοντας στον αντίπαλό του αντί της δίωξής του και του υποβιβασμού του, την τιμή και την προαγωγή. Οι συνεχείς, όμως, κινήσεις του στρατηγού εις βάρους του Πλαστήρα οδηγούν τελικά στην αντικατάσταση του Πάγκαλου.

ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ

Μετά την αποκατάσταση της πειθαρχίας στον Στρατό του Έβρου και την παύση του στρατηγού Πάγκαλου, ο Πλαστήρας κινεί τις διαδικασίες για παράδοση της εξουσίας στο λαό. Στο μήνυμά του τονίζεται ξεκάθαρα ότι οι προγραμματισμένες για τις 16 Δεκεμβρίου εκλογές πρέπει να γίνουν μέσα σε κλίμα απόλυτης ελευθερίας και στις 2 Ιανουαρίου ο Πλαστήρας παραδίδει την εξουσία στην εθνοσυνέλευση διαγράφοντας τον εαυτό του την ίδια κιόλας μέρα από τις τάξεις του στρατεύματος.

Η εθνοσυνέλευση τον προάγει σε αντιστράτηγο και τον ανακηρύσσει «Άξιο της Πατρίδας», μια τιμή που ο ίδιος προσπάθησε να αποφύγει καθώς δεν ήταν παρά ένας απλός στρατιώτης που έκανε το καθήκον του για την πατρίδα.

Έκτοτε, ζούσε σαν ιδιώτης πότε στην Ελλάδα και πότε στο εξωτερικό ταλαιπωρούμενος από την ασθένειά του. Έναν χρόνο αργότερα (1925), επέστρεψε στην Καρδίτσα όπου τον βρήκε το κίνημα του Θ. Πάγκαλου και αναγκάστηκε να ξαναφύγει για το εξωτερικό. Επέστρεψε πάλι, όταν ο Θ. Πάγκαλος είχε ανατραπεί από τον Γ. Κονδύλη. Ο στρατηγός έχει αποσυρθεί από την πολιτική ζωή και αρνείται να κατεβεί υποψήφιος στις εκλογές του 1932, αλλά περιοδεύει στους προσφυγικούς συνοικισμούς προσπαθώντας για την ενότητα της βενιζελικής παράταξης.

Τον Απρίλιο του 1933, ο Ν. Πλαστήρας επιχείρησε νέο επαναστατικό κίνημα, που όμως απέτυχε.

Παρ’ όλα αυτά, δεν δίστασε να συμμετάσχει και στο Κίνημα του 1935, που επίσης απέτυχε. Στις 6 Μαρτίου, οργανώνεται κίνημα αξιωματικών που πρόσκειται στον Βενιζέλο, στο οποίο λαμβάνει κι ο ίδιος μέρος. Οι κινηματίες αρχικά επικρατούν καταλαμβάνοντας το υπουργείο Στρατιωτικών, αλλά ο Πλαστήρας εγκαταλειμμένος από τους συνεργάτες του και τον Βενιζέλο, που δείχνει να είναι αντίθετος με το κίνημα, παραιτείται και φεύγει για το εξωτερικό. Τα κινήματα αυτά για τον στρατηγό δεν ήταν παρά μια προσπάθεια διαμαρτυρίας για την υποβάθμιση, κατά τον ίδιο, της πολιτικής ζωής και των δημοκρατικών θεσμών κι όχι μια προσπάθεια εγκαθίδρυσης δικτατορίας, κάτι που αν το επεδίωκε θα το είχε πετύχει εύκολα το 1924 έχοντας την υποστήριξη του στρατού και των προσφύγων.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας, ο αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός και ο Τσόρτσιλ.

Θα καταδικαστεί ερήμην σε θάνατο από τους αντιπάλους του για αυτή την ενέργειά του. Για μια ακόμη φορά, ο Ν. Πλαστήρας πήρε ξανά τον δρόμο της εξορίας για την Ευρώπη, χωρίς όμως την πρόθεση να εγκαταλείψει ούτε τα οράματά του, ούτε τις φιλοδοξίες του για την πατρίδα. Όσο βρίσκονταν στην Ευρώπη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρατά την επαφή του με τα πολιτικά δρώμενα στην Ελλάδα. Όλο το διάστημα της Κατοχής θα παραμείνει εξόριστος στη Νίκαια της Γαλλίας. Χάρη στην απήχηση που είχε στον πληθυσμό, ο Ναπολέων Ζέρβας θα χρησιμοποιήσει το όνομα του στρατηγού για την ίδρυση του αντάρτικου ΕΔΕΣ και ο Πλαστήρας θα στείλει τον έμπιστό του Πυρομάγλου για να οργανώσει καλύτερα την αντάρτικη κίνηση.

Η ΕΜΦΥΛΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ

Ο Πλαστήρας ξαναεμφανίζεται στο δημόσιο βίο καλεσμένος από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου. Ο πολιτικός κόσμος τον καλεί τότε να αναλάβει το ρόλο του ειρηνοποιού. Ο ίδιος, άλλωστε, είχε καταγγείλει τόσο την Αριστερά όσο και τους κυβερνητικούς για τις μεθοδεύσεις τους, που είχαν οδηγήσει τη χώρα σε αυτό τον αδελφοκτόνο πόλεμο, τον οποίο πρώτος ο «Μαύρος Καβαλάρης» είχε χαρακτηρίσει «Εμφύλιο».

Η εποχή ήταν πρωτόγνωρη για τον τόπο και ο εμφύλιος σπαραγμός έχει πάρει δραματικές διαστάσεις. Ο στρατηγός αρχικά αρνείται να αναλάβει πολιτικές ευθύνες, αλλά υπό το βάρος της καταστροφής δέχεται και αναλαμβάνει πρωθυπουργός για το καλό της πατρίδας ύστερα από σύμφωνη γνώμη όλου του πολιτικού κόσμου. Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε είχε ως κύριο στόχο στο πρόγραμμά της τη συμφιλίωση.

Δέκα μέρες μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον γηραιό στρατηγό γίνεται κατάπαυση πυρός και σε ένα μήνα μετά υπογράφεται η Συμφωνία της Βάρκιζας που παρά τις ατέλειές της εκείνη τη στιγμή υπήρξε μια συμφωνία εν μέσω του σπαραγμού. Η κατάσταση έδειχνε να εκτονώνεται και ο εμφύλιος να αποφεύγεται. Ωστόσο, η αμετακίνητη θέση του Πλαστήρα για τη διενέργεια ελεύθερων εκλογών, η θέση του για την εξεύρεση λύσης στο πολιτειακό με ελεύθερο δημοψήφισμα, η πρόθεσή του να αναδιοργανώσει τον στρατό και η άρνησή του να δεχτεί Άγγλους συμβούλους στα υπουργεία και σε στρατιωτικές και αστυνομικές μονάδες στις πόλεις και στην επαρχία κάνουν τον αγγλικό παράγοντα, που κυριαρχεί εκείνη την περίοδο στην Ελλάδα, να τον αντικαταστήσει. Η αφορμή δίνεται με τη δημοσιοποίηση σε φιλομοναρχική εφημερίδα μιας αμφιλεγόμενης, κατά πολλούς, διαστρεβλωμένης και πλαστής επιστολής του στρατηγού τον Ιούλιο του 1941, σύμφωνα με την οποία υποστήριζε ό τι η Ελλάδα έπρεπε το 1940 να είχε ζητήσει τη μεσολάβηση της γερμανικής κυβέρνησης για να σταματήσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος και να μην εμπλακεί η χώρα σε διμέτωπο αγώνα. Ο Πλαστήρας που η επιρροή του στο λαϊκό στοιχείο είχε, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, συντελέσει στην ειρήνευση, αντικαθίσταται και σχεδόν αμέσως ξεκινά ο εμφύλιος που θα διαρκέσει μέχρι το 1949.

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ

Το 1950, επανέρχεται στον πολιτικό στίβο, όχι εξαιτίας κάποιας φιλοδοξίας του, μα χάριν της ευθύνης που τον διέκρινε για τον τόπο. Ιδρύει την Εθνική Προοδευτική Ένωση Κέντρου (Ε.Π.Ε.Κ.) συμμαχώντας με τα κόμματα του κέντρου (Τσουδερός, Παπανδρέου, Σ. Βενιζέλος). Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1950, η ΕΠΕΚ κατέλαβε την τρίτη θέση και ο Ν. Πλαστήρας υποστήριξε τη συγκρότηση κυβέρνησης υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που δεν μπόρεσε όμως να επιβιώσει. Στις 19 Απριλίου, σχηματίζει ο ίδιος κυβέρνηση με αντιπρόεδρο τον Σοφοκλή Βενιζέλο. Είναι ο μοναδικός Θεσσαλός πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους. Με γοργούς ρυθμούς βάζει σε εφαρμογή το πρόγραμμά του που αποσκοπεί στην ειρήνη, τη δημοκρατία, την εθνική ανεξαρτησία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Προωθώντας μέτρα συμφιλίωσης, χιλιάδες Έλληνες αποφυλακίζονται από τα ξερονήσια και απολύονται από τις φυλακές. Η προσπάθεια, όμως, του Πλαστήρα να εφαρμόσει τα μέτρα του που αποσκοπούσαν στον περιορισμό των διώξεων εις βάρος της αριστεράς, στην επούλωση των τραυμάτων του εμφυλίου πολέμου και την εθνική συμφιλίωση προκάλεσε την αντίδραση της αντιπολίτευσης που τελικά οδηγεί στην πτώση του στις 21 Αυγούστου 1950 με το κυβερνητικό του σχήμα να έχει ζωή μόνο για τέσσερις μήνες.

Στις εκλογές, ωστόσο, της 9ης Σεπτεμβρίου 1951, η παράταξή του, η ΕΠΕΚ, ήρθε δεύτερη και ανέδειξε 74 βουλευτές, οπότε σε συνεργασία με το κόμμα των Φιλελευθέρων ο Ν. Πλαστήρας σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση και στις 27 Οκτωβρίου 1951 ξαναγίνεται πρωθυπουργός. Κι αυτή η κυβέρνησή του κρατά μόνο ένα χρόνο. Στο σύντομο χρονικό διάστημα με τη λήψη των μέτρων ειρηνεύσεως και την πολιτική λήθης, προσπάθησε να επουλώσει τις βαθιές πληγές μιας δεκαετίας πολέμου και συγκρούσεων στην ελληνική γη, ενώ οι προσπάθειές του για απαλλοτρίωση των εναπομεινάντων τσιφλικιών και διανομή γης σε ακτήμονες αγρότες, δεν σταματούν. Προγραμματίστηκαν αποστραγγιστικά έργα και έργα οδοποιίας. Αμέριστο ήταν και το ενδιαφέρον του για την πατρίδα του τη Θεσσαλία. Συνέλαβε το σχέδιο για την κατασκευή του φράγματος του Ταυρωπού και την υδροηλεκτρική αξιοποίηση του ποταμού Μέγδοβα.

Η επινόηση αυτή του Πλαστήρα υπήρξε μέγιστη καθώς με την κατασκευή του υδροηλεκτρικού εργοστασίου μετέτρεψε τη θεσσαλική γη στην πιο εύφορη πεδιάδα της Ελλάδας προσφέροντας πολλές οικονομικές ευκολίες στους Θεσσαλούς αγρότες. Το έργο κατασκευάστηκε, τελικά, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.

Επιδιώκοντας γενικότερα την άσκηση μιας μετριοπαθούς πολιτικής, προσπάθησε να υλοποιήσει τους στόχους του προγράμματός του με εθνικοποιήσεις, παρεμβάσεις στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας, προσπάθειες για τη σωστή αξιοποίηση της αμερικάνικης βοήθειας, τη διασφάλιση κοινωνικών παροχών, την ψήφιση νέου συντάγματος, την προώθηση δημοκρατικών θεσμών και του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.

Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, έγινε και η δίκη και εκτέλεση του Ν. Μπελογιάννη. Παρά το γεγονός ότι η υγεία του πρωθυπουργού χειροτέρευε, με επιστολή του έκκληση ζητά να δοθεί χάρη στους καταδικασθέντες. Οι εσωτερικές και οι εξωτερικές πιέσεις και η κακή του υγεία δεν αποτρέπουν την εκτέλεση. Η σύγκρουσή του με τους Αμερικάνους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, όπως η άρνησή του να αναγνωρίσει το γιουγκοσλαβικό κρατίδιο των Σκοπίων σαν Μακεδονία, που του θυμίζουν σίγουρα τις μάχες του στη μακεδονική γη και τον όρκο του να μην τις προδώσει, τον κάνουν ανυπόφορο στους Ατλαντικούς συμμάχους. Τα διεθνή γεγονότα που εξελίσσονται, ο πόλεμος της Κορέας και η αποστολή στρατιωτικού τμήματος εκεί από την κυβέρνηση, τα εσωτερικά προβλήματα, τα πολιτικά πάθη και μίση του παρελθόντος, η ισχνή κυβερνητική του πλειοψηφία σε συνδυασμό με τη συνεχή πίεση που του ασκούνταν τον οδηγούν σε νέα προσφυγή στις κάλπες, την τρίτη σε δυόμιση χρόνια. Στις νέες, όμως, εκλογές που έγιναν το Νοέμβριο του 1952, η ΕΠΕΚ ηττήθηκε κατά κράτος, γεγονός που για τον Πλαστήρα σήμαινε το τέλος της πολιτικής του δράσης.

Η επιδεινούμενη υγεία του στρατηγού, η πολυδιάσπαση του πολιτικού χώρου του Κέντρου, στον οποίο στηριζόταν κυρίως, η άρνηση της ΕΔΑ για συνεργασία μαζί του και το άδικο σύνθημα για τον στρατηγό «Τι Πλαστήρας, τι Παπάγος», σύμφωνα με τους υποστηρικτές του, συμβάλλουν μέγιστα στην εκλογική του ήττα.

Η εύθραυστη υγεία του «Μαύρου Καβαλάρη» είχε αρχίσει να κλονίζεται ανεπανόρθωτα από το 1951. Ύστερα από αρκετές καρδιακές προσβολές μετέβη, τον Δεκέμβριο του 1952, στην Αμερική για περαιτέρω θεραπεία. Από τις 12 Ιουλίου, η κατάστασή του επιδεινώνεται σοβαρά. Στις 23 Ιουλίου, βελτιώνεται και επιτρέπει την επίσκεψη του πρωθυπουργού Παπάγου. Και οι δυο τους, παρά την πολιτική αντιπαλότητα, διακατέχονταν από αμοιβαίο σεβασμό που είχε την πηγή του στην έντονη συνεργασία τους στη ΜΑ, στους αγώνες για τη διάσωση του ΕΣ.

Ο γέρος στρατηγός είχε αντικρύσει πριν πολλά χρόνια τον θάνατο στα πεδία των μαχών. Τώρα, ένιωθε τον βαρκάρη των ψυχών να τον πλησιάζει διασχίζοντας τα πεδία των μαχών της περιπετειώδους ζωής του. Τον αντιμετώπισε περήφανα όπως είχε κάνει και παλιότερα. Με τη βοήθεια εμπίστων του γευμάτισε και ξυρίστηκε. «Τώρα είμαι έτοιμος», είπε. Τον περίμενε. Οι τελευταίες του λέξεις ήταν: «Τετέλεσται».

Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 1953 πάμφτωχος. Στην τσέπη του παντελονιού του είχε τη μόνη του περιουσία, 52 δραχμές. Σαν σπίτι του στην Αθήνα χρησιμοποιούσε το πολιτικό του γραφείο και σαν κρεβάτι του ένα παλιό ράντζο εκστρατείας. Δεν απέκτησε ποτέ του περιουσιακά στοιχεία. Ακόμα και το κουστούμι της κηδείας του ήταν προσφορά φίλου του. Δεν καταχράστηκε της εξουσίας του. Την εποχή που ήταν πρωθυπουργός, ο αδερφός του ζητούσε σαν άνεργος δουλειά χωρίς να κάνει χρήση του ονόματος του αδερφού του.

Στην κηδεία του παραβρέθηκαν άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για την ελληνική πραγματικότητα. Οι σημαίες είχαν αναρτηθεί μεσίστιες με εντολή του πρωθυπουργού Παπάγου. Παλιοί στρατιώτες του εθεάθη σαν να θρηνούν επάνω από τη σορό του. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών και η καρδιά του στο Λαογραφικό Μουσείο της Καρδίτσας.

Ο Νικόλαος Πλαστήρας ήταν ένας άνθρωπος της εποχής του, μιας ταραγμένης εποχής που ξεκινά από το κίνημα στο Γουδί και την ανορθωτική προσπάθεια του Ελευθερίου Βενιζέλου μέχρι και το τέλος του εμφυλίου πολέμου, μιας περιόδου με έντονες κοινωνικές ζυμώσεις και ιστορικές αλλαγές που διαμόρφωσαν όχι μόνο την εικόνα της σημερινής Ελλάδας αλλά και όλου του βορείου ημισφαιρίου. Ξεκινώντας τη μακρά πορεία του ως χαμηλόβαθμος ένστολος ταπεινής καταγωγής πέρασε από όλες τις βαθμίδες της εξουσίας. Εμβληματική φυσιογνωμία των στρατιωτικών κινημάτων στη δεκαετία του ’20 και του ’30, που φαντάζουν μακρινά και ξένα στη σημερινή εποχή του 21ου αιώνα, ίσως, όμως, αναγκαία και ηθικώς νόμιμα σύμφωνα με μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της εποχής που επιζητούσε την πρόοδο και την κοινωνική εξέλιξη. Όπως συμβαίνει με όλες τις μεγάλες και πολυσύνθετες προσωπικότητες που πρωταγωνιστούν στην ιστορία, υπάρχουν και για το Νικόλαο Πλαστήρα πολλά θέματα ανοικτά για ιστορική συζήτηση όπως η συμμετοχή του στη δίκη και την εκτέλεση των Έξι, η συμμετοχή του στο Κίνημα του 1933 και του 1935, η κρίσιμη περίοδος που σχημάτισε κυβέρνηση το 1945, η συμφωνία της Βάρκιζας, η προσπάθειά του να επιβάλει τα μέτρα του για την ειρήνευση του τόπου συγκρουόμενος μοιραία με ξένα συμφέροντα διαφορετικά από αυτά του έθνους.

Ο Μαύρος Καβαλάρης έχει εγγραφεί στην εθνική συνείδηση ως ικανότατος στρατιωτικός με έντονη πολιτική δράση. Παρά το γεγονός ότι έχει χαρακτηριστεί από πολλούς αντιπάλους του ως ιδιόρρυθμος, υπήρξε ένας υπερήφανος άνθρωπος, υπόδειγμα τιμιότητας, αρετής, ανιδιοτελούς προσφοράς και ήθους. Πολλές φορές, μάλιστα, προσέφερε αθόρυβα και διακριτικά το μισθό του σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη οικονομικής στήριξης. Δεν λύγισε ποτέ μπροστά στους κινδύνους. Πέθανε φτωχός διεκδικώντας μόνο για την πατρίδα κι όχι για τον εαυτό του το δάφνινο στεφάνι της νίκης, πάντα δίπλα της σε όλες τις δυσκολίες και κυρίως τις δύο φορές της νεότερης ιστορίας της που το ελληνικό έθνος κινδύνευσε να χαθεί μέσα στον κυκεώνα της ήττας και του εμφύλιου σπαραγμού. Ο Πλαστήρας ήταν πάντα εκεί στρατιώτης πιστός στον όρκο που έδωσε μπροστά σε Θεό και ανθρώπους να την υπερασπίζει. Την πρώτη φορά, το 1922, μεταχειρίστηκε ως μέσον σωτηρίας την πειθαρχία και ενδεχομένως και τη σκληρότητα αλλά και τον ανθρωπισμό για να μετατρέψει το πένθος της μικρασιατικής καταστροφής σε μια νέα αρχή και σωτηρία για τους πρόσφυγες της Ιωνίας και του Πόντου, ενώ τη δεύτερη, το 1945, την επιείκεια και την κατανόηση για να αποφύγει τον αδελφοκτόνο πόλεμο και την εθνική καταστροφή και να λύσει τα εθνικά προβλήματα της εποχής του.

Ο Πλαστήρας αγαπήθηκε από το λαό και κυρίως από τους μικρασιάτες σε τέτοιο βαθμό ώστε να βαφτίζουν τα παιδιά τους και να τους δίνουν το όνομα «Πλαστήρας», καθώς έδωσε για την σωτηρία τους θρυλικές μάχες αντιμετωπίζοντας σχεδόν μόνος του με το 5/42 τις ορδές των Τούρκων. Ζώντας όσο κανείς άλλος την αγωνία και τον πόνο αυτών των ξεριζωμένων ανθρώπων έκανε τα παν για να τους αποκαταστήσει στην καινούρια ελεύθερη πατρίδα. Υιοθέτησε ορφανά παιδιά και τα έστειλε στην Καρδίτσα να μεγαλώσουν κάτω από την άγρυπνη εποπτεία των γονιών του, ενώ ως αρχηγός το 1922, προσέφερε στους πρόσφυγες σε σύντομο χρονικό διάστημα στέγη και όλα τα απαραίτητα για να ξεκινήσουν μια καινούρια ζωή.

Η πολιτεία και η κοινωνία έχουν τιμήσει κατ’ επανάληψη τη μνήμη του Ν. Πλαστήρα, με σειρά εκδηλώσεων, έργων και αποφάσεων. Η τεχνητή λίμνη στην Καρδίτσα, το στρατόπεδο στη Λάρισα, το τρένο της Δυτικής Θεσσαλίας φέρουν το όνομά του.

Ο Ν. Πλαστήρας, ο Μαύρος Καβαλάρης του Μικρασιατικού Αγώνα, μένοντας στη μνήμη των Ελλήνων ως υπόδειγμα ηθικής, σύμβολο φιλοπατρίας, τιμιότητας και παλικαριάς, που μπορεί να θεωρηθεί σημαντικότερο από οποιαδήποτε από τα κατορθώματα του πλούσιου ενεργητικού του ως στρατιωτικός και πολιτικός, ανανεώνει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων και δρα συγχρόνως σαν πρότυπο για τις επόμενες γενιές περνώντας στη σφαίρα του θρύλου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΔΙΣ/ΓΕΣ, Επίτομη Ιστορία Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913, Αθήνα 1987.
  • ΔΙΣ/ΓΕΣ, Το Ελληνικόν Εκστρατευτικόν Σώμα εις Μεσημβρινήν Ρωσίαν (1919), Αθήναι 1955.
  • ΔΙΣ/ΓΕΣ, Επίτομη Ιστορία της εις Μικράν Ασίαν Εκστρατείας 1919-1922, Αθήναι 1967 (Ανατύπωση 1987).
  • ΔΙΣ/ΓΕΣ, Ο Ελληνικός Στρατός εις την Σμύρνην (Μάιος 1919-Μάιος 1920).
  • ΔΙΣ/ΓΕΣ, Το τέλος της εκστρατείας εις την Μικράν Ασίαν (1922).
  • Εκδοτική Αθηνών, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τομ. ΙΕ ́, Αθήνα 1980.

Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media