Το νέο Μακεδονικό ζήτημα

Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media

Ο Winston Churchill είχε πει πως τα Βαλκάνια παράγουν περισσότερη ιστορία από αυτή που μπορούν να καταναλώσουν. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο εθνικισμός των Βαλκανίων προκάλεσε τον Β’ΠΠ. Μετά τον θάνατο του Tito στις 4 Μαΐου του 1980, οι εθνικιστικές τάσεις στις Γιουγκοσλαβία οδήγησαν στον εμφύλιο και τελικά την διάλυση της χώρας το 1990. Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας έφερε στο προσκήνιο το νέο Μακεδονικό ζήτημα. Υπάρχουν δύο διαφορετικοί τρόποι για να δει κανείς το Μακεδονικό ζήτημα. Ό πρώτος είναι να το εξετάσουμε ιστορικά και ο δεύτερος είναι να το εξετάσουμε πολιτικά. Θα ξεκινήσω με την ιστορική ανάλυση προκειμένου να καταλάβουμε το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ και θα τελειώσω με την πολιτική. 

Στις 15 Μαρτίου 1992 ο πρώην πρόεδρος της ΠΓΔΜ Kiro Gligorov, σε συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα star του Τορόντο, παραδέχθηκε ότι όταν οι πρώτοι Σλάβοι ήρθαν στη Μακεδονία τον έκτο αιώνα μ.χ, βρήκαν Έλληνες στην περιοχή. Αργότερα η Μακεδονία έγινε το πεδίο μάχης των συγκρούσεων Ρωμαίων, Ελλήνων, Βουλγάρων (που ήρθαν τον έβδομο αιώνα μ.Χ.) και Τούρκων. Τον δέκατο τρίτο αιώνα εμφανίστηκε ένα σερβικό βασίλειο υπό τον Στέφανο Ντούσαν και έγινε το ισχυρότερο βαλκανικό κράτος. Ωστόσο, το 1389 οι Οθωμανοί Τούρκοι νίκησαν τους Σέρβους στο Κοσσυφοπεδίου και κυριάρχησαν στη Σερβία και στην Ελλάδα. Οι Σέρβοι απελευθερώθηκαν και ανακήρυξαν το Σερβικό Βασίλειο το 1882. Πολέμησαν με Έλληνες και Βούλγαρους εναντίον Τούρκων και αναδείχθηκαν από τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–13) ως μεγάλη βαλκανική δύναμη. Τον Δεκέμβριο του 1918, ανακηρύχθηκε επίσημα το «Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων». Αν υπήρχε μακεδονικό έθνος, θα ονομαζόταν ανάμεσα στα άλλα έθνη. Εφόσον υπήρχαν τρία διαφορετικά έθνη που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους και ενάντια στον χρόνο για την ίδια περιοχή, είναι εύκολο να καταλάβουμε γιατί ήταν πολύ δύσκολο για τον ελληνικό στρατό να απελευθερώσει ολόκληρη την περιοχή της Μακεδονίας που βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή. Ως εκ τούτου, μετά το τέλος του Α’ΠΠ η Μακεδονία, κατέληξε να χωριστεί μεταξύ Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας. Ωστόσο, κάθε κράτος ήθελε περισσότερα και, ως αποτέλεσμα, απογοητεύτηκε από τη μοιρασιά.

Το 1870 η Ρωσία ανάγκασε την Τουρκία να επιτρέψει το σχηματισμό μιας εξαρχίας, η οποία δεν θα διοικούνταν από τον πατριάρχη, αλλά από τη Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην πραγματικότητα η Ρωσία δεν ενδιαφερόταν καθόλου για την θρησκεία. Ήθελε όμως, με αυτό τον τρόπο να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια. Και να αποκτήσει πρόσβαση στο Αιγαίο μέσω ενός φιλικού και απόλυτα ελεγχόμενου κράτους. Παρόλα αυτά η παραπάνω στρατηγική, δεν έφερε τα επιθυμητά για την Ρωσία αποτελέσματα. Αντ’ αυτού, πυροδότησε έντονα εθνικιστικά συναισθήματα και προκάλεσε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Σέρβων, Βουλγάρων και φυσικά, Ελλήνων. Το 1878 η Ρωσία επέβαλε τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στην Τουρκία και αυθαίρετα δημιούργησε το τεχνητό κράτος της Μεγάλης Βουλγαρίας, το οποίο περιλάμβανε ολόκληρη την επικράτεια της Μακεδονίας. Ωστόσο, οι μεγάλες δυνάμεις ένιωσαν να απειλούνται από αυτά τα γεγονότα και ανάγκασαν τη Ρωσία να εγκαταλείψει τη συνθήκη και να επιστρέψει όλα τα προσαρτημένα εδάφη στην Τουρκία. Οι Βούλγαροι εθνικιστές ένιωσαν ταπεινωμένοι και ανυπομονούσαν να εκδικηθούν τους εχθρούς της Βουλγαρίας. Το 1895 μια μικρή ομάδα εθνικιστών δημιούργησε μια επιτροπή με την ονομασία IMRO (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Με στόχο την προσάρτηση της Μακεδονίας και τη δημιουργία μιας Μεγάλης Βουλγαρίας, την οποία οι μεγάλες δυνάμεις τους είχαν στερήσει. Αυτό προκάλεσε μια σταδιακή αύξηση του εθνικισμού και οδήγησε την Ελλάδα, τη Σερβία και τη Βουλγαρία στον πρώτο και δεύτερο βαλκανικό πόλεμο. Με το τέλος του δεύτερου Βαλκανικού πολέμου οι Τούρκοι εξαφανίστηκαν από τη Μακεδονία και η Βουλγαρία ηττήθηκε και ταπεινώθηκε για δεύτερη φορά. Ως αποτέλεσμα, όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Βουλγαρία προσχώρησε στις κεντροευρωπαϊκές δυνάμεις που υποσχέθηκαν να της δώσουν τη Μακεδονία πίσω. Ωστόσο, το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τη Βουλγαρία ηττημένη για μια ακόμη φορά. Το 1941 η Βουλγαρία συμμάχησε εκ νέου με τους Γερμανούς. Οι οποίοι υποσχέθηκαν να τους δώσουν τη Μακεδονία, εάν βοηθούσαν στην κατάκτηση της Ελλάδας. Μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, οι Βούλγαροι κατέλαβαν την ελληνική Μακεδονία μέχρι το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ο Στρατάρχης Josip Tito ανέλαβε πρόεδρος της Γιουγκοσλαβίας και έφερε ξανά το Μακεδονικό ζήτημα στο προσκήνιο. Κατά την διάρκεια του συμμοριτοπόλεμού (1946-1949) υποστήριξε τους Έλληνες κομμουνιστές με στόχο την επέκταση του κράτους του. Και την πρόσβαση στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και στο Αιγαίο Πέλαγος. Έτσι επινόησε το μακεδονικό έθνος και μετονόμασε το νότιο τμήμα της χώρας του από Vardarska σε Μακεδονία. Και άρχισε να προπαγανδίζει ευρέως αυτήν την αλλαγή, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην κομμουνιστική Βουλγαρία, με τη ρωσική σιωπηρή υποστήριξη και έγκριση. 

Ο Tito πίστευε ότι εάν το ελληνικό κομμουνιστικό κόμμα αναλάμβανε την εξουσία, θα του ήταν ευκολότερο να επεκτείνει την επιρροή του στην Ελλάδα και να ενσωματώσει την Ελλάδα στην αυτοκρατορία του. Για να διευκολυνθεί η υλοποίηση των σχεδίων του έστειλε Σέρβους εκπαιδευτές στα ελληνικά εδάφη με στόχο να εξοικειώσει τους σλαβόφωνους με την ιδέα του μακεδονικού έθνους. Με δεδομένο δε ότι λόγω της Τουρκοκρατίας, εκείνη την εποχή οι Έλληνες μιλούσαν πολλές διαφορετικές τοπικές διαλέκτους. Η δουλεία αυτών των προπαγανδιστών ήταν ευκολότερη. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική δυτική Μακεδονία έγινε πεδίο μάχης ιδεολογιών και εθνικού μίσους. Επιπλέον, ο Tito απαίτησε τα σλαβικά αποσπάσματα με τους δικούς τους διοικητές να βρίσκονται υπό τη γενική διεύθυνση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού(ΕΛΑΣ). Έτσι στην περίπτωση που ο ΕΛΑΣ αποτύχαινε. Τα σλαβικά αποσπάσματα θα αποσύρονταν στη Γιουγκοσλαβία και θα προετοίμαζαν στρατιωτική επίθεση με στόχο την κατάκτηση της Ελληνικής Μακεδονίας. Ο ηγέτης της Βουλγαρίας Ντιμιτρόφ συμφώνησε να υποστηρίξει τις φιλοδοξίες του Τίτο, με αντάλλαγμα την υποστήριξη του Τίτο στην αξίωση της Βουλγαρίας επί της Ελληνικής Θράκης. Η οποία θα έδινε στους Βούλγαρους πρόσβαση στο Αιγαίο Πέλαγος. Τον Μάιο του 1947 και μετά τη ρητή αμερικανική οικονομική στήριξη στην Ελλάδα. Οι Σλάβοι κομμουνιστές ανέλαβαν την εξουσία του ελληνικού κομμουνιστικού κόμματος και άρχισαν να ελέγχουν τα πάντα. Η διεθνής κοινότητα είδε αυτόν τον πόλεμο όχι σαν ελληνικό εμφύλιο αλλά σαν μια παγκόσμια συνωμοσία που είχε στόχο να μετατρέψει την Ελλάδα σε κομμουνιστικό κράτος.

Αφού ο Εθνικός Ελληνικός Στρατός νίκησε τους κομμουνιστές στην μάχη του Γράμμου τον Αύγουστο του 1949, ο Tito σταμάτησε την πολιτική του για τη Μακεδονία και προσπάθησε να πείσει την Ελλάδα ότι το ζήτημα ήταν νεκρό. Ωστόσο, εντός της Γιουγκοσλαβίας ο Tito συνέχισε να προπαγανδίζει για να διατηρήσει τη σταθερότητα στο νοτιότερο τμήμα της χώρας του. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο Στάλιν έδιωξε τη Γιουγκοσλαβία από την Cominform. Αυτό το γεγονός, αναβάθμισε τη γεωστρατηγική σημασία της Γιουγκοσλαβίας. Το ΝΑΤΟ θεώρησε ότι η βελτίωση των σχέσεων Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας θα ωφελούσε ολόκληρη τη συμμαχία. Και έτσι προώθησε την βελτίωση των σχέσεων των δύο κρατών. Το 1954 η Ελλάδα υπό την πίεση του ΝΑΤΟ υπέγραψε το Τριμερές Βαλκανικό Σύμφωνο με Τουρκία και Γιουγκοσλαβία. Αυτή η συμμαχία μείωσε τη βόρεια απειλή και βελτίωσε το εμπόριο μεταξύ των δύο κρατών. Αλλά η Ελλάδα έπρεπε να πληρώσει για αυτή την ευκαιρία. Αν και οι Έλληνες πολιτικοί γνώριζαν ότι ο Τίτο δεν είχε αλλάξει την πολιτική του για τη Μακεδονία. Δεν αντέδρασαν όπως όφειλαν, προκειμένου να διευκολύνουν τη σταθερότητα και τις καλές σχέσεις. Εκείνη την εποχή κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η Γιουγκοσλαβία θα διαλυόταν μερικά χρόνια αργότερα.

Αν και τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα μπορούν να αμφισβητηθούν, η πλειοψηφία των μελετητών σε όλο τον κόσμο υποστηρίζει την ελληνική θέση. Μεταξύ αυτών είναι ο καθηγητής Donald Kagan, τμήμα ιστορίας του Πανεπιστημίου Yale, ο καθηγητής Paul Cartledge του Πανεπιστημίου του Cambridge και ο καθηγητής Stephen G. Miller University of California. Η ελληνική θέση υποστηρίζεται περαιτέρω από την ίδια την Ελληνική γλώσσα. Η λέξη Αλέξανδρος προέρχεται από την ελληνική λέξη Αλέξω που σημαίνει αποτρέπω, σταματάω, υπερασπίζομαι και από τη λέξη Άνδρας που σημαίνει άνθρωπος. Με άλλα λόγια ο Αλέξανδρος είναι ο άνθρωπος που προστατεύει τους άνδρες του. Η λέξη Μακεδονία προέρχεται από τη λέξη Μακεδνός που στα ελληνικά σημαίνει ψηλός.  Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Μακεδονία πήρε αυτό το όνομα επειδή βρισκόταν στο βορειότερο μέρος της Ελλάδας και κάποιοι άλλοι λένε επειδή οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί ήταν ψηλοί. Φυσικά οι παραπάνω λέξεις δεν σημαίνουν τίποτα στη σλαβική γλώσσα. Δυστυχώς όμως υπάρχει και η πολιτική σκοπιά, η οποία κοιτάζει το ζήτημα ρεαλιστικά και με βάση τα συμφέροντα.

Ο Henry Kissinger είπε κάποτε: «Πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει δίκιο να εναντιώνεται και συμφωνώ με την Αθήνα. Ο λόγος είναι ότι γνωρίζω ιστορία, κάτι που δεν συμβαίνει με τους περισσότερους από τους άλλους, συμπεριλαμβανομένου του μεγαλύτερου μέρους της κυβέρνησης και της διοίκησης στην Washington». Είναι αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις δεν γνωρίζουν και δεν ενδιαφέρονται για την ιστορία. Οι κυβερνήσεις ενδιαφέρονται για το συμφέρον τους και από ότι φαίνεται οι Έλληνες, όντας περισσότερο ρομαντικοί παρά πραγματιστές, το ξεχνούν πάντα αυτό.

To 1991 η FYROM κήρυξε την ανεξαρτησία της, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερες εντάσεις στο Ίδη τεταμένο κλίμα. Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία θεώρησαν ότι έπρεπε να διασφαλίσουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα της περιοχής πάση θυσία. Κατά συνέπεια, ήταν απολύτως απαραίτητο να αναγνωριστεί η χώρα ως Μακεδονία μόνο και μόνο για να βοηθήσουν τους Σκοπιανούς να δημιουργήσουν ένα σταθερό κράτος. Όπως το έθεσε ο καθηγητής Paul Cartledge, τα μικρά πρωτοκράτη επιλέγουν να βασίσουν την ουσιαστική τους ταυτότητα στην εθνικότητα, για να καθορίσουν ποιος είναι ο «λαός». Αυτό σημαίνει ότι έχουν την τάση να χρειάζονται ήρωες. Έτσι, οι Σκοπιανοί αισθάνονται ότι έχουν ανάγκη από ήρωες-ιδρυτές από το παρελθόν που μπορούν να οικειοποιηθούν απρόσκοπτα ως ζωντανοί πρόγονοι του έθνους. Με άλλα λόγια, οι Σκοπιανοί χρειάζονται το όνομα της Μακεδονίας και του Μέγα Αλέξανδρου για να οικοδομήσουν το έθνος τους, το οποίο αποτελείται από διαφορετικές εθνότητες, επειδή δεν έχουν τους δικούς τους ήρωες.

Στο άρθρο του το νέο Μακεδονικό ζήτημα, ο καθηγητής James Pettifer υποστηρίζει ότι, είναι δύσκολο για τους μη Έλληνες να καταλάβουν γιατί οι Έλληνες αντέδρασαν με τον τρόπο που αντέδρασαν.  Νομίζω ότι μια εξήγηση είναι ο φόβος, που σύμφωνα με τον Θουκυδίδη είναι ένας από τους τρεις λόγους που οι άνθρωποι πηγαίνουν στον πόλεμο. Οι Έλληνες πιστεύουν ότι η ιδιοποίηση του ονόματος είναι το πρώτο βήμα ενός πολύ καλά οργανωμένου σχεδίου που έχει ως απώτερο στόχο την προσάρτηση της ελληνικής Μακεδονίας. Η κυβέρνηση των Σκοπίων όχι μόνο υιοθέτησε ελληνικά σύμβολα και ονόματα αλλά ενθαρρύνει και αλυτρωτικά συναισθήματα. Το κάνουν διδάσκοντας στους μαθητές τους ότι η Ελλάδα το 1912 κατέλαβε εδάφη της Μακεδονίας και ότι οι Μακεδόνες αδερφοί τους υποφέρουν υπό την ελληνική κυριαρχία. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των εθνικών εορτασμών χρησιμοποιούν χάρτες που δείχνουν τη Μεγάλη Μακεδονία που φυσικά δεν περιλαμβάνουν μόνο ελληνικά αλλά και βουλγαρικά εδάφη. Έτσι, παρόλο που οι Σκοπιανοί υποστηρίζουν ότι δεν θέλουν να αλλάξουν το status quo των συνόρων, κάνουν ό,τι μπορούν για να αποδείξουν ότι λένε ψέματα. Καταλαβαίνω ότι θέλουν να δημιουργήσουν εθνική ταυτότητα, αλλά τείνουν να ξεχνούν το γεγονός ότι υπάρχουν άλλοι άνθρωποι από άλλες εθνότητες στη χώρα τους που μπορεί να διαφωνούν με την πολιτική τους.

Ο δεύτερος λόγος που οι άνθρωποι πηγαίνουν στον πόλεμο είναι η τιμή. Οι περισσότεροι Έλληνες είναι πολύ περήφανοι για την ιστορία τους. Τούτου λεχθέντος αισθάνονται ότι κάποιος προσπαθεί να εισβάλει στο σπίτι τους και να τους κλέψει τα τιμαλφή τους. Μπορώ να συμπάσχω τους Σκοπιανούς που προσπαθούν να στερεώσουν τη χώρα τους, αλλά νομίζω ότι έχουν επιλέξει λάθος δρόμο να ακολουθήσουν.

Στις 17 Ιουνίου του 2017 ο Αλέξης Τσίπρας πρωθυπουργός της Ελλάδας και ο Ζόραν Ζάεφ πρωθυπουργός των Σκοπίων υπέγραψαν την κατάπτυστη συμφωνία των Πρεσπών. Επακόλουθο της εν λόγω συμφωνίας ήταν η είσοδος της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, με την προϋπόθεση ότι θα χρησιμοποιείται παντού ο όρος Βόρεια Μακεδονία. Η συμφωνία αυτή από την πρώτη ημέρα δημιούργησε αντιπαλότητες όχι μόνο μέσα στην Ελλάδα αλλά και μέσα στην ΠΓΔΜ. Για αυτό ακριβώς τον λόγο και οι δύο πρωθυπουργοί έχασαν τις επόμενες εκλογές. Η κυρία Γκορντάνα Σιλιανοφσκα-Ντάβκοβα επικεφαλής του δεξιού κόμματος VMRO_DPMNE των Σκοπίων κέρδισε τις τελευταίες εκλογές. Και έκτοτε αποκαλεί τον εαυτό της πρόεδρο της Μακεδονίας κουρελιάζοντας εν τη πράξη την συμφωνία των Πρεσπών. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας αντί να αντιδράσει σθεναρά και δυναμικά. Απείλησε ότι θα χρησιμοποιήσει βέτο για την είσοδο της χώρας στην ΕΕ. Αυτό όμως το έργο το έχουμε ξαναδεί με το ΝΑΤΟ, και δεν είχε καλό τέλος.

Η δυσμενέστερη όμως επίδραση που είχε η συμφωνία των Πρεσπών ήταν στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις. Πέραν του γεγονότος ότι η τουρκία ήταν η πρώτη που αναγνώρισε αυτό το κράτος. Η αναίμακτη νίκη των Σκοπίων κατά της Ελλάδας, άνοιξε την όρεξη της τουρκίας για επεκτατισμό. Ταυτόχρονα διαβεβαίωσε τους τούρκους ότι η Ελλάδα δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει ένοπλη βία για να πετύχει τους σκοπούς της. Η τουρκία λοιπόν σκέφτηκε ότι αφού ένα ανύπαρκτο κράτος χωρίς Ένοπλες Δυνάμεις κατόρθωσε να πετύχει τέτοια νίκη, σκέψου τι μπορών να κάνω εγώ. Έτσι δημιουργήθηκε το παραμύθι της γαλάζιας πατρίδας. Κακό αντίγραφο της ψευτο-μακεδονίας του Tito.


Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media