Kathimerini_katalipsi_Kerkiras

Η κατάληψη της Κέρκυρας από τους Ιταλούς στις 31 Αυγ 1923

Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media

Στις 31 Αυγούστου 1923 οι Ιταλοί βομβάρδισαν και κατέλαβαν την Κέρκυρα; Πώς φτάσαμε όμως στον βομβαρδισμό του νησιού; Και τί έγινε στην συνέχεια;

Η Ιταλία από την ίδρυση της το 1860, ονειρευόταν να γίνει ένα πανίσχυρο κράτος. Έτσι ένα χρόνο αργότερα ο Ιταλός Πρωθυπουργός  Camillo di Cavour, δήλωσε ότι η Κέρκυρα και οι Παξοί είναι ιταλικά νησιά και κατά συνέπεια θα έπρεπε να παραχωρηθούν στην Ιταλία. Μάλιστα προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους. Το 1866 οργάνωσαν μυστικές επιχειρήσεις με σκοπό την δημιουργία διαδηλώσεων και ταραχών. Οι διαδηλωτές θα ζητήσαν την ένωση με την μητέρα Ιταλία. Ενώ ταυτόχρονα ενέτεινε την προπαγάνδα στα καθολικά σχολεία της Κέρκυρας. Οι φιλοδοξίες όμως της Ιταλίας, δεν σταματούσαν μόνο στην Κέρκυρα. Οι Ιταλοί ήθελαν να πάρουν και ένα κομμάτι της Ηπείρου. Έτσι όταν ο Ελληνικός Στρατός απελευθέρωσε τα Ιωάννινα. Οι Ιταλοί απογοητεύθηκαν. Η Ελλάδα πρότεινε να γίνει δημοψήφισμα, έτσι ώστε οι ίδιοι οι κάτοικοι να αποφασίσουν. Η Ιταλία όμως αρνήθηκε και απείλησε την Ελλάδα με πόλεμο στην περίπτωση που θα προχωρούσε σε κατάληψη των στενών της Κέρκυρας. Αν και οι Ιταλοί γνώριζαν ότι η περιοχή ήταν ελληνική, δεν παραιτήθηκαν από τις φιλοδοξίες τους. Κατά συνέπεια, είδαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο μια μεγάλη ευκαιρία να επιτύχουν τους στόχους τους. Όταν λοιπόν οι συμμαχικές δυνάμεις ήρθαν στην Κέρκυρα για να δημιουργήσουν βάση για την ανασυγκρότηση του σερβικού στρατού που κατέρρεε, οι Ιταλοί εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και ζήτησαν άδεια να αποβιβάσουν μια ιταλική μονάδα. Η άδεια δόθηκε και αποβίβασαν μια μεραρχία.

Δυστυχώς για εμάς εκείνη την εποχή η Ελλάδα χωρίστηκε στα δύο. Υπήρχε μια κυβέρνηση στην Αθήνα υπό τον βασιλιά Κωνσταντίνο που επέμενε στην ελληνική ουδετερότητα και μια κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη υπό τον Βενιζέλο που πίστευε ότι η Ελλάδα έπρεπε να πολεμήσει μαζί με τις συμμαχικές δυνάμεις. Αυτή η περίεργη κατάσταση προκάλεσε ανησυχία στην Ανταντ (Entente, επισήμως γνωστή ως Εγκάρδια Συνεννόηση). Έτσι οι σύμμαχοι φοβήθηκαν ότι η νότια Ελλάδα θα ενώνονταν με τις κεντρικές δυνάμεις και αποφάσισαν να πάρουν τον έλεγχο της. Η Ιταλία ενίσχυσε αυτόν τον φόβο και ζήτησε άδεια να κατακτήσει την Ήπειρο. Η άδεια δόθηκε και τα ιταλικά στρατεύματα άρχισαν να κατακτούν ελληνικές πόλεις στην Ήπειρο. Την ίδια ώρα γαλλικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά. Τελικά, η κυβέρνηση Βενιζέλου επικράτησε και η Ελλάδα προσχώρησε στην Αντάντ στις 24 Νοεμβρίου 1916. Αν και Ελλάδα και Ιταλία έγιναν σύμμαχοι, η Ιταλία αρνήθηκε να αλλάξει πολιτική και τα ιταλικά στρατεύματα εισήλθαν στα Ιωάννινα στις 8 Ιουνίου 1917. Αυτή η συμπεριφορά ανάγκασε τον Έλληνα πρωθυπουργό Βενιζέλο να ζητήσει από τον συμμαχία να επέμβει και το 1919 οι ιταλικές δυνάμεις εγκατέλειψαν την Κέρκυρα και τα Ιωάννινα. Την ίδια χρονιά η συμμαχία αποφάσισε τη διχοτόμηση της Τουρκίας.

Ως αποτέλεσμα, διέταξε να αναπτυχθούν ελληνικά, γαλλικά και ιταλικά στρατεύματα στην Τουρκία. Μετά από αυτή τη διαταγή η Ελλάδα αποβίβασε στη Σμύρνη ένα σώμα. Αργότερα, η Γαλλία και η Ιταλία φοβούμενοι μια στρατιωτική καταστροφή άλλαξαν πολιτική και απέσυραν τα στρατεύματά τους. Η Ελλάδα παρέμεινε εκεί αφού πίστευε ότι με τη βρετανική οικονομική υποστήριξη θα μπορούσε να νικήσει τους Τούρκους και να αποκαταστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτή η φιλοδοξία ενθαρρύνθηκε από τη Βρετανία, η οποία ήθελε να ελέγξει τα στενά μέσω της Ελλάδας. Ωστόσο, η βρετανική υποστήριξη δεν ήταν αρκετή και το 1922 η Ελλάδα υπέστη στρατιωτική καταστροφή. Ο τουρκικός στρατός πραγματοποίησε αντεπίθεση και κατέστρεψε ολοσχερώς τον Ελληνικό Στρατό. Ως αποτέλεσμα της αλλαγής της γαλλικής πολιτικής, ο Κλεμανσό επισκέφτηκε το Λονδίνο στις 11 Δεκεμβρίου 1919 και προσπάθησε να πείσει τον Βρετανό πρωθυπουργό να τροποποιήσει το αρχικό σχέδιο. Πρότεινε να εγκαταλείψει την ιδέα της ανεξάρτητης Αρμενίας και να παρακινήσει την Ελλάδα με την Ανατολική Θράκη να αποσύρει τα στρατεύματά της από την Τουρκία. Ο Λόιντ Τζορτζ διαφώνησε. Πίστευε ότι η Τουρκία έπρεπε να τιμωρηθεί για ό,τι είχε κάνει. Εξάλλου, υποψιαζόταν ότι όταν θα τελείωνε ο πόλεμος, η Γαλλία ήθελε να κυριαρχήσει στην Τουρκία.

Ωστόσο, το γεγονός που οδήγησε την Ελλάδα σε διπλωματική απομόνωση. Και ανάγκασε τους συμμάχους να αλλάξουν εντελώς την πολιτική τους εναντίον της Ελλάδας, ήταν η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου. Χωρίς προφανή λόγο, ο Βενιζέλος αποφάσισε να γίνουν εκλογές την 1η Νοεμβρίου 1920, ενώ η χώρα ήταν ακόμη σε πόλεμο. Το Λαϊκό κόμμα του Δημητρίου Γούναρη κέρδισε τις εκλογές και επανάφερε τον βασιλιά Κωνσταντίνο. Τον οποίο όμως η Αντάντ θεωρούσε Γερμανό πράκτορα. Αυτές οι εξελίξεις προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στην ηγεσία, τον Τύπο και την κοινή γνώμη των συμμαχικών πρωτευουσών. Οι Times του Λονδίνου έγραψαν ότι «οι σύμμαχοι θα σταματήσουν οποιαδήποτε βοήθεια στον Γερμανό πράκτορα». Η γαλλική Figaro έγραψε «Είναι απαραίτητο να αλλάξουμε την πολιτική μας απέναντι στην Ελλάδα». Ο Γάλλος πρωθυπουργός είπε ότι η πολιτική του Κωνσταντίνου παράτεινε τον πόλεμο για δύο χρόνια. Εξάλλου, η Γαλλία δεν είχε τίποτα να κερδίσει και πολλά να χάσει από τη διχοτόμηση της Τουρκίας. Αφού υπέφεραν ελάχιστα από τους Τούρκους και κατάλαβαν ότι σε περίπτωση κατάρρευσης της Τουρκίας κινδύνευαν τα οικονομικά τους συμφέροντα στην Τουρκία και η αποπληρωμή του οθωμανικού χρέους.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή η Ελλάδα ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Ο στρατός σχεδόν καταστράφηκε και η κυβέρνηση αντιμετώπισε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Σχεδόν 1,5 εκατομμύριο Έλληνες πρόσφυγες εισήλθαν στην Ελλάδα, γεγονός που έκανε την κατάσταση ακόμα πιο δύσκολη. Τότε ο συνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας έκανε πραξικόπημα και εξόρισε τον Έλληνα βασιλιά στην Ιταλία. Προσπαθώντας να βρει αποδιοπομπαίο τράγο για την καταστροφή έφερε στο στρατοδικείο πέντε πολιτικούς και τον διοικητή του στρατού, τους καταδίκασε σε θάνατο και τους εκτέλεσε αμέσως. Με αυτόν τον τρόπο, η Ελλάδα έχασε τον τελευταίο διπλωματικό σύμμαχό της, τη Μεγάλη Βρετανία. Από την άλλη, η Τουρκία κατάφερε να υπογράψει συμφωνίες με Ιταλία, Γαλλία και Ρωσία.  Η Ρωσία δε, είχε πολλούς λόγους να υποστηρίξει την Τουρκία αφού ο ελληνικός στρατός πολέμησε κατά των Μπολσεβίκων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα υπέγραψε τη συνθήκη της Λωζάνης τον Αύγουστο του 1923. Στις αρχές του ίδιου έτους η Γερμανία είχε δυσκολίες να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις, έτσι η Γαλλία αποφάσισε να κατακτήσει το Ρουρ. Αυτή η επιθετική ενέργεια επιδείνωσε τη σχέση της Γαλλίας με τη Μεγάλη Βρετανία και έβαλε τη Γαλλία σε διπλωματική απομόνωση. Ως αποτέλεσμα, η Γαλλία δεν ήθελε να συγκρουστεί με την Ιταλία ελπίζοντας σε αντάλλαγμα για την υποστήριξή της. Το τέλος του πολέμου βρήκε και την Ιταλία σε κακή κατάσταση. Οι Ιταλοί ήταν απογοητευμένοι και πίστευαν ότι οι σύμμαχοί τους τους είχαν προδώσει. Η κυβέρνηση παραιτήθηκε και ο κόσμος έλεγε ότι η νίκη τους ήταν ακρωτηριασμένη. Για να αντιμετωπίσουν το κομμουνιστικό κόμμα, που δυνάμωνε, κάποιοι διακεκριμένοι πολίτες δημιούργησαν ένα συντηρητικό κόμμα. Ηγέτης αυτού του κόμματος ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι.

Τον Μάρτιο του 1920 το Κογκρέσο των ΗΠΑ αποφάσισε ομόφωνα την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.  Τον Απρίλιο τα ιταλικά στρατεύματα αποσύρθηκαν και τα αλβανικά στρατεύματα έσπευσαν να καλύψουν το κενό. Ο ελληνικός στρατός ήταν έτοιμος να προχωρήσει αλλά ο Βενιζέλος δεν έδωσε εντολή, γιατί η Μεγάλη Βρετανία ήταν κάθετα αντίθετη. Και ήθελε την υποστήριξή των Βρετανών, για να πετύχει τους στόχους του στη Μικρά Ασία. Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αλβανία έγινε μέλος της Κοινωνίας των Εθνών. Αν και ο ελληνικός στρατός είχε αποσύρει τις δυνάμεις του νότια της Κορυτσάς, η αλβανική κυβέρνηση κατέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών καλώντας σε επέμβαση κατά της Αθήνας και του Βελιγραδίου των οποίων οι στρατοί είχαν παραβιάσει αλβανικά εδάφη. Η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία συζήτησαν το θέμα σε μια διάσκεψη στην Κοινωνία των Εθνών και αποφάσισαν ότι το θέμα έπρεπε να εξεταστεί στη Διάσκεψη των Πρεσβευτών. Η Διάσκεψη ανέθεσε στον Ιταλό στρατηγό Ενρίκο Τελίνι την διοίκηση μιας πολυεθνικής επιτροπής που θα καθόριζε τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο Ιταλός αξιωματικός έκανε διακρίσεις σε βάρος της Ελλάδας, αφού η ιταλική κυβέρνηση είχε εκτεταμένα συμφέροντα στην Αλβανία. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη αλλά η Ελλάδα, έχοντας χάσει τους συμμάχους της, δεν ήθελε να προκαλέσει την Ιταλία, δημιουργώντας νέα ένταση πριν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις της Λωζάνης.

Στις 27 Αυγούστου 1923 ο στρατηγός Tellini, ο διερμηνέας του και δύο άλλοι βοηθοί του δολοφονήθηκαν πολύ κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, εντός της ελληνικής επικράτειας. Η Ελλάδα αντέδρασε άμεσα και έστειλε τον αρχηγό της αστυνομίας και άλλους υψηλόβαθμους αξιωματικούς στην περιοχή προκειμένου να μάθουν τι συνέβη. Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών διέταξε τον Βρετανό επιθεωρητή και μέλος της Scotland Yard να βοηθήσει στον εντοπισμό των υπαίτιων. Δυστυχώς, λίγες μέρες αργότερα ο υπουργός, υπό την πίεση των Ιταλών, συμφώνησε να επιστρέψει ο Βρετανός αξιωματικός. Η Ιταλία δεν ήθελε να εμπλακεί κανένας Βρετανός αστυνομικός στην υπόθεση. Πολλώ δε μάλλον η τελική έκθεση να υπογραφεί από Βρετανό αξιωματικό, δίνοντάς της μεγαλύτερη εγκυρότητα. Ως αποτέλεσμα, ήταν σχεδόν αδύνατο για την αδύναμη ελληνική κυβέρνηση να βρει τους δολοφόνους. Θα μπορούσαν να είναι Έλληνες που δεν εμπιστεύονταν τον στρατηγό Τελίνι. θα μπορούσαν να ήταν Ιταλοί που πληρώθηκαν από τον Μουσολίνι για να βρει δικαιολογίες για τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας. Και φυσικά θα μπορούσαν να ήταν Αλβανοί που ήθελαν να σκοτώσουν τους Έλληνες επιτρόπους και μπέρδεψαν το ιταλικό αυτοκίνητο με το ελληνικό που είχε χαλάσει. Με αποτέλεσμα εκ παραδρομής να σκοτώσουν τους Ιταλούς. Την ίδια στιγμή η Αλβανία αρνήθηκε επίσημα στην Κοινωνία των Εθνών να παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια για την ιατροδικαστική έρευνα και έκλεισε τα σύνορά της προς την Ελλάδα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η άρνηση της αλβανικής κυβέρνησης να συνεργαστεί ήταν ένας ισχυρός δείκτης της ενοχής της. Στην Ιταλία πολλοί άνθρωποι διαδήλωσαν κατά της Ελλάδας και ζητούσαν εκδίκηση. Ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε πάρει την απόφασή του. Ο επικεφαλής της Διάσκεψης των Πρεσβευτών, Poincare ανέλαβε δράση καλώντας σε έκτακτη διάσκεψη. Δυστυχώς το θέμα έφτασε σε αδιέξοδο και όλοι οι εκπρόσωποι πήγαν στις χώρες τους για να λάβουν συγκεκριμένες οδηγίες. Ο Μουσολίνι ανακοίνωσε στους Βρετανούς και τους Γάλλους ότι θα ενεργούσε μονομερώς και ανεξάρτητα από την απόφαση της Κοινωνίας των Εθνών. Το Λονδίνο δεν συμφώνησε με τον Ιταλό πρωθυπουργό, αλλά το Παρίσι τον ενθάρρυνε λέγοντας ότι σε παρόμοια περίπτωση θα έκαναν το ίδιο.

Στις 29 Αυγούστου 1923 ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα έδωσε τελεσίγραφο στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών. Οι όροι εκείνου του τελεσίγραφου ήταν ταπεινωτικοί. Ο σκοπός ήταν ξεκάθαρος. Η Ελλάδα θα απέρριπτε το τελεσίγραφο ως απαράδεκτο, δίνοντάς τους την ευκαιρία που αναζητούσαν να εισβάλουν στην Κέρκυρα. Η ελληνική κυβέρνηση αναγνώρισε την ευθύνη της αφού το έγκλημα έλαβε χώρα στην ελληνική επικράτεια και δήλωσε ότι θα αποδεχόταν πλήρως τους όρους της ιταλικής κυβέρνησης. Επιπλέον, ήταν πρόθυμη να πληρώσει μια λογική αποζημίωση για τις οικογένειες των θυμάτων. Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση τόνισε ότι σε περίπτωση που η Ιταλία δεν θεωρούσε επαρκείς αυτές τις προσφορές, θα κατέφευγε στην Κοινωνία των Εθνών και θα αποδεχόταν τις αποφάσεις της, όποιες κι αν ήταν αυτές.  Ο Poincare θέλοντας να αποτρέψει οποιαδήποτε πιθανή επιπλοκή ζήτησε την απόσυρση του ιταλικού τελεσίγραφου, προτείνοντας την ανάληψη κοινής δράσης.

Στις 31 Αυγούστου ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών έστειλε τηλεγράφημα στον Έλληνα πρεσβευτή στην Κοινωνία των Εθνών ζητώντας έκτακτη διάσκεψη σύμφωνα με το άρθρο 15. Την ίδια στιγμή, ο ιταλικός στόλος βομβάρδισε και κατέκτησε το ανυπεράσπιστο νησί, σκοτώνοντας 20 πολίτες . Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεκίνησε με μια δολοφονία, τα γεγονότα της Κέρκυρας έδωσαν μεγάλη δημοσιότητα και σύντομα έγιναν γνωστά παγκοσμίως, αφού πολλοί είδαν σοβαρό κίνδυνο για την παγκόσμια ειρήνη.

Η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε στην Κοινωνία των Εθνών. Η διάσκεψη πραγματοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου στη Γενεύη. Οι Ιταλοί αρχικά προσπάθησαν να πείσουν τους πάντες ότι η Κοινωνία των Εθνών δεν είχε εξουσία να αποφασίσει για ένα διμερές ζήτημα. Όταν αυτή η τακτική απέτυχε, απείλησαν ότι η Ιταλία θα αποσύρει τα μέλη της από την Κοινωνία των Εθνών. Τελικά, στις 7 Σεπτεμβρίου η Διάσκεψη των Πρεσβευτών υπέβαλε πρόταση. Όμως, αυτή η πρόταση, που επικυρώθηκε από Γάλλους εκπροσώπους, δεν ήταν τόσο αμερόληπτη όσο θα έπρεπε. Οι Σκανδιναβοί ήταν εκνευρισμένοι αφού ήταν πεπεισμένοι ότι η Κοινωνία των Εθνών υποστήριζε μόνο τις ισχυρές χώρες. Πολλοί Βρετανοί πολιτικοί και εφημερίδες σχολίασαν αρνητικά την προκατειλημμένη απόφαση. Η Γαλλία ανησυχούσε ότι η υπόθεση της Κέρκυρας θα ταυτιζόταν με την υπόθεση Ρουρ, ενθαρρύνοντας τη Γερμανία να κάνει το ίδιο και δημιουργώντας προβλήματα στη γαλλική πολιτική. Η Ρώμη αποδέχτηκε την πρόταση αφού περιελάβανε σχεδόν το σύνολο των ιταλικών απαιτήσεων. Ενώ, η Αθήνα αποδέχτηκε την πρόταση αφού είχε υποσχεθεί ότι θα δεχόταν κάθε απόφαση της Διάσκεψης των Πρεσβευτών και πίστευε ότι έτσι θα μπορούσε να πάρει πίσω την Κέρκυρα. Στις 30 Σεπτεμβρίου, η διεθνής επιτροπή έρευνας για τη δολοφονία του στρατηγού Τελίνι υπέβαλε την έκθεσή της, υποστηρίζοντας, με τρεις ψήφους υπέρ και μία κατά, ότι δεν υπήρχαν στοιχεία ελληνικής ευθύνης. Ωστόσο, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει 50 εκατομμύρια λιρέτες. Προκειμένου τα ιταλικά στρατεύματα να φύγουν από την Κέρκυρα. Πράγμα το οποίο έπραξαν στις 27 Σεπτεμβρίου.

Από τη βρετανική σκοπιά, το Λονδίνο ήθελε να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στην Ιταλία, αλλά υπήρχαν πρακτικά ζητήματα που ανάγκασαν τη Βρετανία να αλλάξει πολιτική. Καταρχάς, οι ΗΠΑ δεν ήταν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών και ταυτόχρονα ήταν σημαντικός οικονομικός εταίρος της Ιταλίας. Δηλαδή, για να επιβάλει η Μεγάλη Βρετανία οικονομικές κυρώσεις στην Ιταλία θα χρειαζόταν τη γαλλική υποστήριξη, κάτι που ήταν σχεδόν αδύνατο. Δεύτερον, η Μεγάλη Βρετανία ήθελε να αποφύγει οποιαδήποτε στρατιωτική αντιπαράθεση με την Ιταλία, καθώς το βρετανικό ναυτικό ήταν υπέρ-απασχολημένο εκείνη την εποχή.  Επιπλέον, η Μεγάλη Βρετανία θεωρούσε την αποτυχία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία ως αποτυχία των εξωτερικών της υποθέσεων. Κατά συνέπεια, η Βρετανία δεν ήθελε να αποδυναμώσει την επιρροή της στη Μεσόγειο, επιτρέποντας στην Ιταλία περισσότερη δύναμη. Αυτό εξηγεί γιατί οι Βρετανοί ενδιαφέρθηκαν περισσότερο να διασφαλίσουν ότι η Ιταλία θα αποχωρούσε, παρά για τυχόν επιπτώσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι αποφάσεις τους στην Ελλάδα. Από την άποψη της Κοινωνίας των Εθνών, οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν ήθελαν να ταπεινώσουν την Ιταλία. Έτσι, κατανοώντας ότι η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε πόλεμο, προσπάθησαν να ικανοποιήσουν τις περισσότερες ιταλικές απαιτήσεις για να αποφύγουν τον πόλεμο. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η Κοινωνία των Εθνών πέτυχε, αφού κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα ειρηνικά.

Από την ελληνική σκοπιά τα εργαλεία που διέθετε η τότε ελληνική κυβέρνηση για να επιτύχει τους στόχους της ήταν περιορισμένα. Πρώτα απ’ όλα ο στρατός ήταν εντελώς εξαντλημένος και το ηθικό πεσμένο ως αποτέλεσμα της ήττας του στη Μικρά Ασία. Άρα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί η διπλωματία των κανονιοφόρων. Δεύτερον, η χώρα ήταν διπλωματικά απομονωμένη λόγω του στρατιωτικού πραξικοπήματος και της εκτέλεσης των Αξιωματικών που είχαν θεωρηθεί υπεύθυνοι. Ο καλύτερος διπλωμάτης που είχε η χώρα ήταν ο Βενιζέλος που αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία και κανείς δεν ζήτησε τη βοήθειά του. Οι συνταγματάρχες που οδηγούσαν τη χώρα ήταν άπειροι και δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη διπλωματία όσο θα έπρεπε. Τέλος η χρήση οικονομικών κινήτρων ήταν αδύνατη με δεδομένο ότι η χώρα μόλις είχε βγει από μια στρατιωτική καταστροφή. Επιπλέον, η κυβέρνηση έπρεπε να φιλοξενήσει 1,5 εκατομμύριο πρόσφυγες. Ωστόσο, νομίζω ότι ήταν το πιο σημαντικό εργαλείο που διέθετε η κυβέρνηση. Δυστυχώς όμως δεν το χρησιμοποίησε με την πρέπουσα δεξιοτεχνία. Αν και η Ιταλία πήρε 50 εκατομμύρια λιρέτες. Στην πραγματικότητα έχασε 200 εκατομμύρια. Το ποσό αυτό δαπάνησε η Ελλάδα για κατασκευαστικές εργασίες στο λιμάνι του Πειραιά. Ενώ δαπάνησε επιπλέον 100 εκατομμύρια λιρέτες για την αγορά πολεμικών πλοίων. Όλα αυτά τα χρήματα πήγαν σε Γάλλους και Βρετανούς εργολάβους. Επιπλέον οι Ιταλοί δαπάνησαν 87 εκατομμύρια λιρέτες που ήταν το κόστος της κερκυραϊκής στρατιωτικής κατοχής. Κατά συνέπεια ένας ικανός διαπραγματευτής θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το οικονομικό εργαλείο, υπενθυμίζοντας στην Ιταλία τα χρήματα που θα κέρδιζε, εάν δεν επιτίθονταν στην Κέρκυρα. Με αυτό τον τρόπο η Ελλάδα ενδεχομένως θα μπορούσε να αποφύγει τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας.

Αναμφίβολα, είναι πολύ πιο εύκολο εκ των υστέρων να ασκείς κριτική και να κάνεις λαμπρές προτάσεις. Θα προσπαθήσω όμως να είμαι όσο ποιο αντικειμενικός γίνεται. Νομίζω ότι το πρώτο λάθος της ελληνικής πολιτικής ήταν η αποδοχή της Διάσκεψης των Πρεσβευτών ως αρμόδιας αρχής για να κρίνει τη διαφορά. Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική κυβέρνηση έδωσε την ευκαιρία που αναζητούσαν οι ισχυρές χώρες. Οι μεγάλες δυνάμεις ήθελαν να αποφύγουν την ευθύνη τους και η ελληνική κυβέρνηση τους το επέτρεψε. Η Πρεσβευτική Διάσκεψη μπορούσε να ερευνήσει το έγκλημα που έλαβε χώρα στα ελληνοαλβανικά σύνορα αλλά δεν είχε καμία εξουσία για παραβίαση της ειρήνης και τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας. Δεύτερον, οι Έλληνες διπλωμάτες δεν κατάφεραν να θίξουν το θέμα των νεκρών προσφύγων κατά τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας και την αποζημίωση τους. Τρίτον, πιστεύω ότι η ελληνική κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει προσεγγίσει πολιτικούς από τις ΗΠΑ, την Γερμανία καθώς επίσης πολιτικούς από τις Σκανδιναβικές χώρες.  Οι οποίοι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ελληνική θέση. Αξίζει να τονιστεί ότι ο αμερικανικός λαός και οι εφημερίδες υποστήριξαν τότε την Ελλάδα. Αν και οι ΗΠΑ δεν ήταν μέλος της Κοινωνίας των Εθνών, η πολιτική τους θα μπορούσε να έχει επηρεάσει τις βρετανικές αποφάσεις. Τέταρτον, η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να ζητήσει τη βοήθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος θεωρούνταν ακόμη ικανότατος διαπραγματευτής. Γνώριζε πολλούς ευρωπαίους ηγέτες και πολιτικούς και θα μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις τους.     


Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media