ΟΧΙ 1940

Το Όχι που φώτισε τα βουνά:Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος του 1940

Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media

Ήταν ακόμα σκοτάδι εκείνη την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η πόλη κοιμόταν, μα ένα χτύπημα στην πόρτα της ιστορίας ξύπνησε ολόκληρο το έθνος. Ο Ιταλός πρέσβης, Εμανουέλε Γκράτσι, έφτασε στο σπίτι του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά στην Κηφισιά, κρατώντας στα χέρια του το τελεσίγραφο του Μουσολίνι — ένα χαρτί που ζητούσε την παράδοση της Ελλάδας, δίχως μάχη, δίχως αξιοπρέπεια.

Η απάντηση ήταν σύντομη, αλλά έμελλε να γραφτεί με ανεξίτηλο μελάνι στη μνήμη των Ελλήνων:
«Alors, cest la guerre!» — «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο!»

Από εκείνη τη στιγμή, το «Όχι» δεν ήταν πια μια λέξη. Ήταν κραυγή. Ήταν όρκος. Ήταν η αναπνοή ενός λαού που προτίμησε να χαθεί ελεύθερος παρά να ζήσει γονατιστός.

Έλληνας Στρατιώτης Καλπάκι 1940

Η Ιταλία του Μουσολίνι, με την αλαζονεία της δύναμης, πίστευε πως η Ελλάδα θα λύγιζε εύκολα. Στην Αλβανία είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες στρατιώτες, άρματα και αεροπλάνα, έτοιμα να εισβάλουν. Στην Αθήνα, όμως, δεν υπήρχαν άρματα. Υπήρχε κάτι πιο δυνατό: η ψυχή του λαού.

Από τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου, οι καμπάνες των χωριών χτυπούσαν σαν να καλούσαν σε πανηγύρι. Οι άνδρες έτρεχαν στα στρατολογικά γραφεία με χαμόγελο και δάκρυ στα μάτια. Οι μανάδες σταυροκοπιούνταν και τους αποχαιρετούσαν με τη φράση που έγινε ευχή και κατάρα μαζί:
«Να πας και να γυρίσεις με τη νίκη.»

Η φλόγα της Πίνδου

Στα βουνά της Ηπείρου, εκεί όπου το φθινόπωρο αγγίζει τη γη με ψύχρα και ομίχλη, ξεκίνησε η πρώτη ιταλική επίθεση. Η Μεραρχία Αλπινιστών «Τζούλια» προχωρούσε μέσα από τα φαράγγια της Πίνδου, σίγουρη πως θα σάρωνε κάθε αντίσταση. Μα εκεί, ανάμεσα στις οξιές και στα βράχια, την περίμενε το θαύμα.

Οι Έλληνες στρατιώτες, χωρίς βαριά όπλα αλλά με καρδιά από ατσάλι, αντιστάθηκαν με ορμή και πείσμα. Η γη έτρεμε από τα κανόνια, αλλά τα ελληνικά τραγούδια αντηχούσαν πάνω από τις εκρήξεις. Κάθε βήμα των Ιταλών γινόταν βήμα υποχώρησης.

Και όταν οι πρώτες νίκες γράφτηκαν στα χιόνια, η ψυχή του έθνους άναψε φωτιά. Ο στρατός πέρασε τα σύνορα. Η Κορυτσά, το Αργυρόκαστρο, οι Άγιοι Σαράντα — όλα ξανάκουσαν ελληνικά τραγούδια ύστερα από χρόνια. Η Βόρειος Ήπειρος έγινε το πεδίο όπου η ελευθερία πήρε εκδίκηση από την αλαζονεία.

Ο χειμώνας του 1940–41 ήταν αμείλικτος. Χιόνια, παγωνιά, ομίχλη, πείνα. Οι άνδρες πολεμούσαν σε θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν, με παγωμένα πόδια και καρδιές που φλέγονταν από πίστη. Κάθε βράδυ, οι φωτιές στα χαρακώματα έμοιαζαν με μικρά άστρα πάνω στα βουνά — σαν να προσπαθούσε η ίδια η φύση να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα της ελπίδας.

Και τότε φάνηκε μια άλλη ηρωίδα: η γυναίκα της Πίνδου. Με τα χέρια πληγωμένα από το χιόνι, ανέβαινε τα μονοπάτια κουβαλώντας τρόφιμα, πολεμοφόδια, τραυματίες. Ολόκληρη η Ελλάδα στηρίχθηκε στους ώμους αυτών των γυναικών που δεν είχαν όπλα, μα κρατούσαν τη νίκη στα χέρια τους.

Γυναίκες στην Πίνδο μεταφέρουν πυρομαχικά

Οι Ιταλοί είχαν μηχανές· οι Έλληνες είχαν ψυχή. Και η ψυχή, τελικά, νίκησε.

Η εαρινή επίθεση και το τέλος μιας εποποιίας

Τον Μάρτιο του 1941, ο Μουσολίνι, πληγωμένος στην υπερηφάνειά του, ξεκίνησε τη λεγόμενη «Εαρινή Επίθεση». Ο ίδιος ήρθε στην Αλβανία για να δει, όπως νόμιζε, τη νίκη του. Μα αυτό που είδε ήταν οι στρατιώτες του να γονατίζουν ξανά μπροστά στους Έλληνες.

Τα βουνά της Ηπείρου παρέμειναν απροσπέλαστα. Κάθε κορφή, κάθε ράχη, κάθε πέτρα μιλούσε ελληνικά. Όμως η ιστορία, σκληρή και απρόβλεπτη, είχε άλλα σχέδια.

Εαρινή επίθεση Κλεισούρα 1941

Στις 6 Απριλίου 1941, οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα από τα βόρεια. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η χώρα καταλήφθηκε. Οι Έλληνες στρατιώτες, εξαντλημένοι μα αλύγιστοι, κατέβηκαν από τα βουνά με το κεφάλι ψηλά. Είχαν χάσει τη μάχη, αλλά είχαν κερδίσει κάτι πιο μεγάλο: τον σεβασμό ολόκληρου του κόσμου.

Ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος ήταν κάτι περισσότερο από πολεμική σύγκρουση. Ήταν μάθημα ήθους και θάρρους. Ήταν η απόδειξη πως η ελευθερία δεν είναι δώρο, αλλά κατάκτηση — και πως ακόμα κι ένας μικρός λαός μπορεί να σταθεί όρθιος απέναντι σε μια αυτοκρατορία, αν η ψυχή του δεν σκύβει.

Ο Χίτλερ, λένε, παραδέχθηκε αργότερα πως «οι Έλληνες έκαναν το μεγαλύτερο θαύμα του πολέμου». Και πράγματι, για πρώτη φορά μέσα στο σκοτάδι της Ευρώπης, φάνηκε ένα φως να τρεμοπαίζει από τα βουνά της Πίνδου — το φως της αντίστασης, της αξιοπρέπειας, της ελπίδας.

Σήμερα, οκτώ δεκαετίες μετά, το «Όχι» του 1940 δεν είναι απλώς μια ανάμνηση. Είναι φλόγα που περνά από γενιά σε γενιά. Είναι η φωνή εκείνων που, μέσα στη νύχτα, άκουσαν το κάλεσμα της πατρίδας και είπαν χωρίς δισταγμό:
«Θα σταθούμε όρθιοι.»

Κάθε 28η Οκτωβρίου, οι σημαίες κυματίζουν, οι μαθητές παρελαύνουν, και στις καρδιές όλων αντηχεί η ίδια υπόσχεση:
Όσο υπάρχει Ελλάδα, θα υπάρχει και το «Όχι».
Όχι στην υποταγή. Όχι στη λήθη.
Ναι στην ελευθερία. Ναι στην ψυχή.

Σας άρεσε το άρθρο;

Κάντε Click για να βαθμολογήσετε

Average rating 0 / 5. Vote count: 0

Βαθμολογήστε πρώτος!

As you found this post useful...

Follow us on social media!


Μοιραστείτε το άρθρο στα Social Media