Μορφή του Αγώνα και Σύμβολο Ανιδιοτέλειας
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος, γνωστός ως Νικηταράς (1787–1849), αποτελεί μία από τις εμβληματικότερες προσωπικότητες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Η συμβολή του στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, η στενή του σχέση με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και κυρίως η ανιδιοτέλεια που χαρακτήρισε όλη του τη ζωή, τον κατέστησαν σύμβολο του ηθικού ιδεώδους της εποχής. Παρά την πλούσια πολεμική δράση του, ο Νικηταράς παρέμεινε αποστασιοποιημένος από πολιτικές διεκδικήσεις και επέδειξε αξιοσημείωτη ταπεινότητα. Η περίφημη ρήση του, «Αν είμαι στραβός κι η πατρίδα μου καλά, με θρέφει», συμπυκνώνει με ακρίβεια την κοσμοθεωρία του και συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα της πατριωτικής ηθικής των αγωνιστών.
Ο Νικηταράς γεννήθηκε περί το 1787 στη Μεγάλη Αναστασίτσα της Κορινθίας, σε μια περιοχή ιδιαίτερα δραστήρια από πλευράς κλεφτοπολέμου. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, όπου η αντίσταση απέναντι στην Οθωμανική διοίκηση αποτελούσε σχεδόν καθημερινότητα, διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του. Η στενή του σύνδεση με την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων συνέβαλε καθοριστικά στη στρατιωτική του διάπλαση, καθώς από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στον κύκλο των ενόπλων σωμάτων που δρούσαν στον Μοριά.
Οι εμπειρίες αυτές προετοίμασαν τον Νικηταρά για την ενεργό συμμετοχή του στην Επανάσταση. Η προεπαναστατική κοινωνία του Μοριά, όπου κυριαρχούσαν οι οικογενειακές συμμαχίες, ο κλεφτοπόλεμος και η έντονη πολιτισμική ροπή προς την αυτονομία, αποτέλεσε το υπόβαθρο για την ανάδειξη μορφών όπως ο Νικηταράς.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης το 1821, ο Νικηταράς συμμετείχε στη συγκρότηση των πρώτων ελληνικών σωμάτων που απελευθέρωσαν την Καλαμάτα. Ακολούθησαν συμμετοχές σε κρίσιμες μάχες, όπως στο Βαλτέτσι, όπου η παρουσία του συνέβαλε στην οργάνωση της άμυνας και στην καθοριστική νίκη έναντι των οθωμανικών δυνάμεων.
Η Μάχη των Δερβενακίων (Ιούλιος 1822) αποτέλεσε τομή στην προσωπική του πορεία αλλά και συνολικά στον Αγώνα. Υπό την στρατηγική καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη, ο Νικηταράς έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην καταστροφή του στρατού του Δράμαλη. Οι πηγές της εποχής αναφέρουν ότι η μαχητικότητά του υπήρξε υποδειγματική, οδηγώντας τον λαό να του αποδώσει το προσωνύμιο «Τουρκοφάγος». Παρά την επιτυχία αυτή, ο ίδιος παρέμεινε απολύτως αδιάφορος απέναντι στα λάφυρα και τις προσωπικές ωφέλειες· χάρη σε αυτή τη στάση του αναγνωρίστηκε ως υπόδειγμα εντιμότητας.
Τα επόμενα χρόνια ο Νικηταράς έλαβε μέρος σε σειρά πολεμικών επεισοδίων, τόσο στην Πελοπόννησο όσο και στη Στερεά Ελλάδα. Η συμμετοχή του στη μάχη του Αγίου Σώστη, η δράση του κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς και οι εκστρατείες προς την Ακροκόρινθο τον καθιέρωσαν οριστικά ως έναν από τους πλέον αποτελεσματικούς αξιωματικούς των ελληνικών δυνάμεων.
Χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του ήταν η αυστηρή στρατιωτική πειθαρχία και η απουσία προσωπικών φιλοδοξιών. Σε αντίθεση με άλλους αγωνιστές που επιδίωκαν πολιτική επιρροή, ο Νικηταράς διατήρησε σταθερή την προσήλωσή του στον Αγώνα και απέφυγε τις έριδες που σημάδεψαν τη δεκαετία του 1820.
Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα χαρακτηρίστηκε από διχασμούς και εσωτερικές αντιπαλότητες. Η αντιβασιλεία του Όθωνα, αντιμετωπίζοντας με δυσπιστία τους παλαιούς αγωνιστές, προχώρησε σε εκκαθαρίσεις και διώξεις εναντίον προσώπων που θεωρούσε απειλή για τη νέα διοικητική δομή. Ο Νικηταράς, λόγω της στενής σχέσης του με τον Κολοκοτρώνη, βρέθηκε στο στόχαστρο αυτής της πολιτικής και φυλακίστηκε στο Παλαμήδι.
Η πολυετής κράτησή του είχε καταστροφικές συνέπειες για την υγεία του, οδηγώντας σταδιακά στη μερική τύφλωση. Παρά την τραγική αυτή εξέλιξη, ο Νικηταράς δεν εξέφρασε πικρία. Η διάσημη ρήση του, «Αν είμαι στραβός κι η πατρίδα μου καλά, με θρέφει», δεν αποτελεί μόνο ένδειξη προσωπικού ήθους· συνιστά ταυτόχρονα συμπύκνωση της πολιτικής του στάσης απέναντι στο νέο κράτος.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Νικηταράς έζησε υπό δύσκολες συνθήκες στον Πειραιά. Η οικονομική του κατάσταση ήταν τέτοια που χρειάστηκε να λάβει άδεια επαιτείας έξω από την Ευαγγελίστρια, γεγονός που καταδεικνύει το μέγεθος της πολιτειακής εγκατάλειψης. Ο Νικηταράς έφυγε από τη ζωή στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 67 ετών. Ζήτησε να ταφεί πλάι στον Θ. Κολοκοτρώνη στο Α’ Κοιμητήριο Αθηνών.

Η ιστοριογραφία του 19ου και 20ού αιώνα αναδεικνύει τον Νικηταρά ως παράδειγμα αγωνιστή που έμεινε αδιάφθορος από προσωπικές επιδιώξεις. Η υστεροφημία του συνδέεται κυρίως με την ανιδιοτέλειά του, που τον διαφοροποιεί από άλλες σημαντικές μορφές του Αγώνα. Για αυτόν τον λόγο, στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων, ο Νικηταράς αποτελεί περισσότερο παράδειγμα ήθους παρά στρατιωτικής ικανότητας — αν και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά συνυπάρχουν στην περίπτωσή του.
Ο Νικηταράς υπήρξε μια πολυδιάστατη φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821: εξαίρετος πολεμιστής, αυστηρός στρατιωτικός, αλλά κυρίως υποδειγματικός πολίτης. Η προσφορά του στον Αγώνα ενσωματώνει τα ιδανικά της ελευθερίας και της συλλογικής δράσης, ενώ η προσωπική του στάση στη μετεπαναστατική περίοδο αποκαλύπτει έναν άνθρωπο που αξιολόγησε την πατρίδα πάνω από κάθε ατομικό συμφέρον.
Σήμερα, η μελέτη της ζωής του συνιστά όχι μόνο ιστορική υποχρέωση αλλά και ηθικό μάθημα. Η φράση «Αν είμαι στραβός κι η πατρίδα μου καλά, με θρέφει» λειτουργεί ως υπενθύμιση της δημοκρατικής ευθύνης και της αυτοθυσίας, αξιών που εξακολουθούν να έχουν βαρύνουσα σημασία για τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.

