Γράφει: Ο Stirlitz
Η Ρωσία διέπραξε στην Ουκρανία αδιανόητα στρατηγικά και επιχειρησιακά λάθη, και πέτυχε μία πύρρειο νίκη που της στοίχισε πάρα πολύ αίμα και σακάτεψε κυριολεκτικά τον στρατό της (εκτιμάται ότι οι Ρώσοι έχουν χάσει μέχρι τώρα στις ουκρανικές στέπες 3.500 άρματα μάχης των πιο σύγχρονων τύπων τους και αρκετές χιλιάδες άλλα τεθωρακισμένα οχήματα και πυροβόλα, που θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να αντικατασταθούν). Είναι βέβαιο πως η ρωσική «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» στην Ουκρανία θα διδάσκεται τις επόμενες δεκαετίες στις στρατιωτικές σχολές όλου του κόσμου ως κλασικό παράδειγμα παταγώδους αποτυχίας μιας χώρας τόσο στο στρατηγικό όσο και στο επιχειρησιακό επίπεδο. Ωστόσο αυτό που έχει σημασία για εμάς δεν είναι να ψάξουμε να βρούμε γιατί ένας Ρώσος πρόεδρος (που αποδείχθηκε πως ήταν παντελώς ανίδεος περί τα στρατιωτικά πράγματα) εκτέλεσε μία τόσο κακοσχεδιασμένη στρατιωτική επιχείρηση, ούτε γιατί είχε επί 11,5 χρόνια ως υπουργό Άμυνας έναν άσχετο πολιτικό μηχανικό ντυμένο μάλιστα με στολή στρατηγού και φορτωμένο με παράσημα, ούτε γιατί έφθασε σε τέτοιο σημείο αυτοεξευτελισμού ώστε να βασίζεται σε Βορειοκορεάτες (!) στρατιώτες για την ανακατάληψη του ρωσικού εδάφους στην επαρχία του Κουρσκ, ούτε γιατί αναγκάστηκε να φιλήσει δημοσίως το Κοράνι μέσα σε τζαμί για να πείσει τους μουσουλμάνους Τσετσένους μαχητές να πάνε να πολεμήσουν στο Ντονμπάς για τη Μεγάλη Ρωσία σκοτώνοντας ορθόδοξους χριστιανούς Ουκρανούς, ούτε γιατί προσπάθησε να πολεμήσει μία χώρα 45 εκατομμυρίων ανθρώπων με μια εταιρεία μισθοφόρων την οποία διηύθυνε ο πρώην προσωπικός του μάγειρας που κάποια στιγμή έκανε πραξικόπημα εναντίον του, ούτε γιατί στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει το ΝΑΤΟ (το οποίο ήταν «εγκεφαλικά νεκρό» μέχρι το 2022, σύμφωνα με τον Μακρόν) αντιθέτως το μεγάλωσε με την εσπευσμένη ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας σ’ αυτό. Θεωρώ πως αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία για εμάς τους Έλληνες, είναι να αντλήσουμε πολύτιμα διδάγματα από την ουκρανική σύρραξη, να δούμε τι δεν κάνουμε σωστά σήμερα στη δική μας αμυντική οργάνωση, και να διορθώσουμε το ταχύτερο δυνατό τα κακώς κείμενα πριν μας βρει καμία εθνική συμφορά.
Την ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά του ως υπουργός Άμυνας ο Νίκος Δένδιας προκάλεσε αίσθηση με τη δήλωσή του ότι πρέπει να ξαναδούμε από την αρχή και με φρέσκια ματιά τις εξοπλιστικές προτεραιότητες των ενόπλων δυνάμεων λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα διδάγματα των πρόσφατων πολεμικών συγκρούσεων όπως αυτή της Ουκρανίας ώστε να εξορθολογήσουμε τις αμυντικές μας δαπάνες. Και μετά από μερικές εβδομάδες ανακοίνωσε την απόκτηση 4 αποτυχημένων αμερικανικών πλοίων παράκτιας μάχης τύπου LCS που οι Αμερικανοί ψάχνουν να βρουν τρόπο να τα ξεφορτωθούν, και 7 φρεγατών κλάσης «Constellation» εκτοπίσματος 7.400 τόνων (οι φρεγάτες που έχει σήμερα το πολεμικό ναυτικό μας έχουν περίπου το μισό εκτόπισμα) που θα στοιχίσουν πάνω από 10 δισεκατομμύρια ευρώ και είναι αμφίβολο αν θα έχουμε αρκετά πληρώματα για να τις επανδρώσουμε και χρήματα για να τις συντηρήσουμε. Εύλογα λοιπόν διερωτάται κανείς: τόσο λίγο κράτησαν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για εξορθολογισμό των εξοπλισμών από μηδενική βάση; Ήξερε τι έλεγε ο Δένδιας όταν μιλούσε για φρέσκια ματιά στους εξοπλισμούς ή απλώς αναπαρήγαγε κάτι που του είχαν πει άλλοι ή που είχε ακούσει κάπου, χωρίς όμως να καταλαβαίνει πραγματικά το νόημά του;
Με βάση τα λίγα που γνωρίζω για τα οπλικά συστήματα και την εξέλιξή τους έχω αρχίσει τα τελευταία χρόνια να αμφιβάλω πολύ για το κατά πόσο είναι σκόπιμο μία χώρα σαν την Ελλάδα να συνεχίζει να δαπανά τεράστια ποσά για να αγοράζει φρεγάτες. Ας ξεκινήσουμε από τα θεμελιώδη. Για ποιον λόγο χρειάζεται να έχει μία χώρα πολεμικά πλοία; Η απάντηση είναι απλή: για να διαθέτει επαρκή ισχύ πυρός σε μια θαλάσσια περιοχή ώστε, 1) να προστατεύει τις κάθε είδους θαλάσσιες συγκοινωνίες της, 2) να απαγορεύει στον αντίπαλο να χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη υδάτινη έκταση για να οργανώσει τις δικές του θαλάσσιες συγκοινωνίες και, 3) να μπορεί να απειλήσει την ενδοχώρα του αντιπάλου της με διαφόρων μορφών πλήγματα από τη θάλασσα (όπως βολές πυροβόλων, αεροπορικές προσβολές, πυραυλικά πλήγματα κ.ά.).
Επί αιώνες τα πολεμικά πλοία αποτελούσαν τη μόνη πρακτική και οικονομική λύση για να επιτυγχάνονται οι παραπάνω 3 σκοποί. Μόνο αυτά μπορούσαν να παραμείνουν για εβδομάδες ή μήνες σε μια δεδομένη θαλάσσια περιοχή (δηλαδή να έχουν «staying power» που λένε οι Αμερικανοί) και να παρέχουν σχετικά οικονομικά την αναγκαία ισχύ πυρός στα σημεία που αυτή απαιτείτο. Ακόμη και σήμερα, π.χ. για τους Αμερικανούς, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να πετύχουν τους 3 αντικειμενικούς σκοπούς από το να διατηρούν ένα μεγάλο και ισχυρό πολεμικό ναυτικό επειδή είναι αναγκασμένοι να επιχειρούν χιλιάδες μίλια μακριά από τις δικές τους ακτές, εκεί όπου δεν μπορούν να έχουν με κανένα άλλον τρόπο την ισχύ πυρός που χρειάζονται για το χρονικό διάστημα που χρειάζεται (γι’ αυτό και ναυπηγούν ακόμη και αεροπλανοφόρα). Είναι όμως λάθος να λαμβάνουμε ως θέσφατο ότι η δομή δυνάμεων που έχουν οι Αμερικανοί και οι τύποι πλοίων που αυτοί διαθέτουν θα πρέπει να αποτελούν οδηγό για το πώς θα πρέπει να αναπτύξουμε και το δικό μας πολεμικό ναυτικό, κι αυτό διότι είναι άλλες οι στρατηγικές ανάγκες των Αμερικανών και οι αποστολές που πρέπει να εκπληρώνει το πολεμικό ναυτικό τους και εντελώς άλλες οι αντίστοιχες δικές μας.
Σε μία συζήτηση που είχα πρόσφατα με υψηλόβαθμο αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού του έθεσα το εξής εντελώς θεωρητικό ερώτημα. Αν υποθέσουμε ότι οι ΗΠΑ δέχονταν κάποια στιγμή επίθεση από εξωγήινους οι οποίοι θα είχαν φτάσει φυσικά μέχρι τον πλανήτη μας με τα ιπτάμενα διαστημόπλοιά τους και οι οποίοι θα είχαν τόσο προηγμένη τεχνολογία ώστε να κυριαρχούν απόλυτα στον αέρα και να καταρρίπτουν ατιμώρητοι κάθε αμερικανικό αεροσκάφος που θα απογειωνόταν για να επιχειρήσει εναντίον τους, θα χρειάζονταν άραγε να έχουν και πλωτά σκάφη για να νικήσουν το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό; Η απάντηση φυσικά ήταν, όχι. Άρα, αν θεωρήσουμε ότι ένας αντίπαλος κυριαρχεί απόλυτα πάνω από τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου όλο το 24ωρο χάρη στα χιλιάδες drones που διαθέτει, χρειάζεται να διακινδυνεύσει το πολεμικό ναυτικό του για να στείλει τα δικά μας πολεμικά πλοία στον βυθό της θάλασσας; Απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα δεν πήρα. «Και τότε γιατί οι Τούρκοι ναυπηγούν πυρετωδώς πολεμικά πλοία;», θα ρωτήσει εύλογα κανείς. Διότι πολύ απλά οι Τούρκοι ασκούν συστηματικά «διπλωματία των κανονιοφόρων» πολύ μακριά από τις ακτές τους, και διότι θέλουν με την παρουσία και μόνο των πολεμικών πλοίων τους να μας επιβάλουν τετελεσμένα στο Αιγαίο – όπως έκαναν πρόσφατα δύο φορές στην Κάσο.
Κατά το σχετικά πρόσφατο παρελθόν έχει αποδειχθεί πως εκείνος που έχει την αεροπορική κυριαρχία στο Αιγαίο έχει και τον έλεγχο στη θάλασσα, ακόμα κι αν δεν διαθέτει καθόλου μεγάλα πολεμικά πλοία – το απέδειξαν αυτό οι Γερμανοί τόσο στη μάχη της Κρήτης τον Μάιο του 1941 όσο και στη μάχη της Κω και της Λέρου το φθινόπωρο του 1943. Οι άνθρωποι του πολεμικού ναυτικού σήμερα το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά, παρ’ ότι δεν το ομολογούν ευθέως. Λόγω των πολύμορφων απειλών που αντιμετωπίζουν σήμερα τα πολεμικά πλοία επιφανείας κυρίως από τον αέρα, είναι υποχρεωμένα να αφιερώνουν περισσότερο χρόνο, όπλα και προσπάθεια στη δική τους αυτοάμυνα παρά στην επίτευξη των 3 βασικών σκοπών που ανέφερα πιο πάνω, γι’ αυτό και ακούμε συχνά τους διάφορους ειδήμονες να τονίζουν την ανάγκη να αποκτήσει το πολεμικό μας ναυτικό ικανότητες «αεράμυνας περιοχής». Μα αν οι φρεγάτες μας σκοπό έχουν να αποτελούν πλωτές αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες για να προστατεύουν τους εαυτούς τους από τα μαχητικά αεροσκάφη, τα drones, τους πυραύλους cruise και τους βαλλιστικούς πυραύλους του αντιπάλου, τότε πώς θα επιτελούν σωστά τους 3 θεμελιώδεις αντικειμενικούς σκοπούς τους; Τις φτιάχνουμε για να αποτελέσουν πανάκριβα δολώματα για τα εχθρικά εναέρια μέσα και όπλα ή για επιτελούν τους 3 σκοπούς τους; Ήδη με την απόφασή μας να μην εξοπλίσουμε τις καινούργιες φρεγάτες FDI με πυραύλους cruise τύπου SCALP Naval ακυρώσαμε μόνοι μας τον τρίτο από τους σκοπούς ύπαρξης ενός πολεμικού ναυτικού.
Η εμφάνιση και η ραγδαία εξέλιξη των drones σε συνδυασμό με την εξέλιξη των αντιπλοϊκών πυραύλων αλλάζει εντελώς τα δεδομένα και, κατά τη γνώμη μου, μας καλεί να αναθεωρήσουμε απόψεις που είχαν παγιωθεί επί αιώνες. Το ερώτημα που προκύπτει αμείλικτο τώρα είναι το εξής: μία χώρα σαν την Ελλάδα που έχει να υπερασπιστεί ένα αρχιπέλαγος με τις διαστάσεις του Αιγαίου το οποίο βρίσκεται σχετικά κοντά στις ηπειρωτικές ακτές της και μπορεί να ελεγχθεί εύκολα από εναέρια μέσα, γιατί θα πρέπει σώνει και καλά να διατηρεί σήμερα μεγάλα πολεμικά πλοία όπως οι φρεγάτες; Αν αντί για φρεγάτες και κορβέτες έχει μερικές εκατοντάδες drones ικανά να μεταφέρουν πυραύλους και βόμβες (και μερικές εκατοντάδες drones καμικάζι ή «περιπλανώμενα πυρομαχικά») τα οποία έχουν τη δυνατότητα να μένουν στον αέρα επί 24 ώρες διαρκώς ή και περισσότερες, να επιτηρούν μία τεράστια θαλάσσια έκταση, να μπορούν να πετάξουν γρήγορα προς οποιαδήποτε περιοχή ενδιαφέροντος, να παρουσιάζουν ελάχιστο ή και μηδενικό ίχνος στα εχθρικά ραντάρ και να προσβάλουν τα πολεμικά, αποβατικά ή φορτηγά πλοία του αντιπάλου με επιθέσεις κορεσμού που είναι πρακτικά αδύνατον να αναχαιτιστούν, δεν θα μπορεί άραγε να επιτύχει αποτελεσματικότερα και οικονομικότερα τους 3 θεμελιώδεις σκοπούς της ύπαρξης του πολεμικού ναυτικού; Και αν συμπληρώνει αυτή τη δύναμη των drones με μερικά αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας και με ελικόπτερα που θα αναλάβουν τον ανθυποβρυχιακό αγώνα (ο οποίος ούτως ή άλλως σήμερα διεξάγεται κατά κύριο λόγο από τα εναέρια μέσα), καθώς και με μια ισχυρή πολεμική αεροπορία που θα προστατεύει drones και ελικόπτερα από την αεροπορία του αντιπάλου, τότε ποιος ο λόγος να έχει πολεμικά πλοία; Τα πολεμικά πλοία είναι τρομερά δαπανηρά στην κατασκευή τους (μία φρεγάτα στοιχίζει κοντά στο 1 δισεκατομμύριο ευρώ και χρειάζεται 3 χρόνια για να ναυπηγηθεί), είναι πολυέξοδα στη συντήρησή τους, χρειάζονται πολλές ώρες ή και μέρες μέχρι να φθάσουν από τον ναύσταθμο στην περιοχή ενδιαφέροντος, απαιτούν εκατοντάδες άτομα που πρέπει να εκπαιδεύονται διαρκώς και να αμείβονται ικανοποιητικά (ενώ έχουν περιορισμένη αντοχή στη φυσική καταπόνηση), έχουν περιορισμένο απόθεμα όπλων και επομένως ισχύος πυρός, και αποτελούν αργοκίνητους και μεγάλους στόχους στη θάλασσα που είναι εύκολο να αχρηστευτούν ή να βυθιστούν επιφέροντας όχι μόνο τεράστια ζημιά στα επιχειρησιακά σχέδια ενός πολεμικού ναυτικού αλλά και βαρύ πλήγμα στο ηθικό ολόκληρου του λαού.
Αν αναλογιστούμε με πόσο ιλιγγιώδη ταχύτητα εξελίσσονται τα διάφορα εναέρια και θαλάσσια drones, δεν αποκλείω καθόλου το ενδεχόμενο τα κλασικά επανδρωμένα πολεμικά πλοία επιφανείας να πλησιάζουν στο ιστορικό τέλος τους. Όσοι επαγγελματίες του πολεμικού ναυτικού έχουν δει την αμερικανική ταινία του 2019 «Angel Has Fallen» δεν μπορεί να μην ανατρίχιασαν στη σκηνή όπου τρομοκράτες επιτίθενται με σμήνη drones αυτοκτονίας κατά του Αμερικανού προέδρου που επιβαίνει σε πλοιάριο μέσα σε μία λίμνη, προσπαθώντας να εξοντώσουν τον ίδιο και τη σωματοφυλακή του. Δεδομένου ότι τέτοια σμήνη drones αυτοκτονίας δεν αποτελούν πλέον προϊόν επιστημονικής φαντασίας αλλά είναι σχεδόν έτοιμα να ενταχθούν στο οπλοστάσιο της Τουρκίας (η οποία, δυστυχώς για εμάς, είναι από τις ηγέτιδες Δυνάμεις παγκοσμίως στην ανάπτυξη και κατασκευή drones), θα έπρεπε να έχουμε προβληματιστεί πάρα πολύ για την τύχη του ελληνικού στόλου στο Αιγαίο. Πώς φαντάζεται η ηγεσία του Πολεμικού Ναυτικού μας ότι θα μπορούσαν να επιβιώσουν τα πολεμικά πλοία επιφανείας μας από μία τέτοιου είδους επίθεση; Έχοντας το καθένα μια χούφτα αντιαεροπορικούς πυραύλους οι οποίοι στοιχίζουν περισσότερο από τα drones που καλούνται να καταρρίψουν; Σοβαρολογούμε τώρα; Και κοιμούνται ήσυχοι οι ναύαρχοί μας τα βράδια με τη βεβαιότητα ότι ο στόλος μας είναι ασφαλής και μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του;
Ενδεχομένως οι παραπάνω σκέψεις μου να είναι εσφαλμένες, και οι επαγγελματίες του πολεμικού ναυτικού που θέλουν οπωσδήποτε να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερες νέες και πανάκριβες «πλώρες» να ξέρουν καλύτερα από εμένα το τι πρέπει να γίνει. Ενδεχομένως να θεωρούν πως αφού έτσι βρήκαν το πολεμικό ναυτικό μετά από 2.500 χρόνια ύπαρξής του, έτσι πρέπει να το διατηρήσουν και τον 21ο αιώνα. Ενδεχομένως να κρίνουν ότι αξίζει τον κόπο να δαπανούμε δισεκατομμύρια απλώς και μόνο για να κάνουμε «επίδειξη σημαίας» σε μακρινές θάλασσες και λιμάνια, ή για να έχουν την ευκαιρία κάθε δύο χρόνια 11 αντιπλοίαρχοι να θητεύουν ως κυβερνήτες φρεγατών (που οπωσδήποτε είναι δουλειά με μεγαλύτερο πρεστίζ από το να είσαι χειριστής drone μέσα σε ένα κοντέινερ). Αυτό που δεν μπορεί να αρνηθεί όμως κανείς είναι το γεγονός πως η Ουκρανία, μία χώρα που δεν διαθέτει καθόλου πολεμικό ναυτικό, έχει καταφέρει μόνο με τα εναέρια και τα θαλάσσια drones και τους αντιπλοϊκούς πυραύλους της να επιφέρει τρομερά πλήγματα στον πανίσχυρο ρωσικό Στόλο της Μαύρης Θάλασσας και να τον υποχρεώσει κυριολεκτικά να κλειστεί στον ναύσταθμο Νοβοροσίσκ του Καυκάσου, μη διακινδυνεύοντας να παραμείνει ούτε στη μεγάλη ναυτική βάση του στη Σεβαστούπολη της Κριμαίας, και φυσικά να ξεχάσει κάθε σκέψη για αμφίβια επίθεση κατά της Οδησσού. Άραγε αυτή η συγκλονιστική πολεμική εξέλιξη δεν θα πρέπει να μας διδάξει τίποτα και θα πρέπει να την αγνοήσουμε; Απλώς αναρωτιέμαι…
“It’s the economy, stupid.” is a phrase that was coined by James Carville in 1992